Πρόκειται για ένα βιβλίο ντοκουμέντο που μιλά για το μίσος και το θάνατο, για την απώλεια κάθε είδους λογικής και ανθρωπιάς, κάτω από συνθήκες σκότους. Ο αφηγητής ένας, οι παραμυθάδες δύο, μέλη μιας παρέας φωτορεπόρτερ που κάθε μέρα έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα γράμματα, σε μια προσπάθεια να βγάλουν την τέλεια φωτογραφία, να στείλουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο εικόνες από τον παραλογισμό μιας υποκινούμενης από τους λευκούς εμφύλιας σφαγής.
Το κείμενο, είν’ αλήθεια, δε διεκδικεί κάποιες λογοτεχνικές δάφνες, αλλά αποτελεί ένα μοναδικό χρονικό, για τη φιλία, την τρέλα, την απώλεια, το θάνατο. Εκείνο που μοιάζουν να θέλουν να μας πουν οι συγγραφείς είναι ότι: «Όταν παίζεις με το κάθε μέρα ζάρια με το θάνατο, δεν μπορεί, κάποια μέρα θα σε κερδίσει.»
Και με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, όλοι έχασαν κάτι ή κάποιον. Άλλοι σπίτια και περιουσίες, άλλοι τα παιδιά τους και τους πατεράδες τους, άλλοι τα λογικά τους. Κάποιος απ’ την παρέα αυτοκτόνησε, αφού τα ναρκωτικά δεν τον βοηθούσαν πια να ξεφύγει απ’ τους εφιάλτες του, κάποιος τα παράτησε όλα και άρχισε να φωτογραφίζει τοπία, γάμοι και ζωές διαλύθηκαν, ψέματα αποκαλύφθηκαν, μάσκες έπεσαν.
Μου αρέσει η ωμή αυτή παράθεση της πραγματικότητας. Τα γεγονότα που αφηγούνται οι συγγραφείς συγκλονιστικά, οι εικόνες σπαρακτικές.
Και όλα αυτά με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο μαρτυράνε ότι αν δεν ήταν κι ο Μαντέλα, η χώρα δε θα γλίτωνε με τίποτα τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μαντέλα, με το παράδειγμά του άνοιξε το δρόμο για μια νέα δημοκρατική Νότιο Αφρική, μια χώρα πρότυπο, που ακόμη βρίσκεται στη σφαίρα του ονείρου, αλλά που τουλάχιστον δεν έχει διολισθήσει ξανά σ’ έναν ανόητο και οδυνηρό κύκλο αίματος.
Η πιο πάνω φωτογραφία χάρισε το Πούλιτζερ στον Κέβιν Κάρτερ, ένα από τα εκλεκτά μέλη της παρέας. Τρεις μήνες μετά αυτοκτόνησε...