H νύχτα μάς πρόλαβε εν πτήσει, από το Παρίσι προς τη Ν'τζαμένα, την πρωτεύουσα του Τσαντ. Από τις έξι ώρες του ταξιδιού προς νότο, τις δυόμισι τελευταίες προσπαθούσα μάταια να εντοπίσω κάποιο φως απ' το παράθυρο. Τίποτα. Ενιωθα ότι βρισκόμουν στη μέση του πουθενά.
Βγαίνοντας από το αεροπλάνο, περασμένες εννιά, η ζέστη με τύλιξε. Πασαλείφτηκα με αντικουνουπικό σκεπτόμενος τις ιστορίες για τη μαλάρια που διηγείται ο Καββαδίας στη Βάρδια. Στη σύντομη διαδρομή μέχρι το ξενοδοχείο πρόλαβα να δω λίγους ασφαλτοστρωμένους και κακοφωτισμένους κεντρικούς δρόμους. Τα στενά ήταν χωματόδρομοι, σκοτεινοί, με παράγκες στις δύο πλευρές τους όσο έφτανε το μάτι. Λίγοι περαστικοί και πολλοί στρατιώτες περπατούσαν στο μισοσκόταδο.
Την επομένη, Δευτέρα, θα φεύγαμε από τη Ν'τζαμένα και θα πετούσαμε σχεδόν 800 χιλιόμετρα ανατολικά, προς τα σύνορα Τσαντ-Σουδάν. Εκεί, κοντά στην πόλη Γκοζ Μπεϊντά, υπάρχει ένα στρατόπεδο της EUFOR, της ευρωπαϊκής δύναμης που με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας αναπτύσσεται από τον περασμένο Μάρτιο στο αν. Τσαντ και στο βόρειο τμήμα της Κεντρικής Αφρικανικής Δημοκρατίας.
Η συνέχεια στην Καθημερινή
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου