Πέμπτη, Αυγούστου 31, 2006
Τετάρτη, Αυγούστου 30, 2006
Τρίτη, Αυγούστου 29, 2006
Μουσική...
Δευτέρα, Αυγούστου 28, 2006
Ladysmith Black Mambazo
Για τον Άντρε Μπρινκ
Κυριακή, Αυγούστου 27, 2006
Αφρικάνικη Τζαζ
Παρασκευή, Αυγούστου 25, 2006
Το λιοντάρι απόψε κοιμάται
Πέμπτη, Αυγούστου 24, 2006
Χρώματα και μουσικές από τη Μοζαμβίκη
Σεζάρια Εβόρα
Είναι γνωστή επίσης και σαν η βασίλισσα της μόρνα, ενός συγγενικού στη σόουλ μουσικού είδους (με καταγωγή από τα πορτογαλικά Φάντο), που τραγουδιέται στα κρεολο-πορτουγέζικα. Η Εβόρα αναμιγνύει τις συναισθηματικές φολκ μελωδίες της, που ξεχειλίζουν από θλίψη, με τους ακουστικούς ήχους της κιθάρας, του καβακίνιο (τετράχορδο που μοιάζει με γιουκελέλε), του βιολιού, του ακορντεόν και του Κλαρινέτου.
Τα χαρακτηριστικά Πρασινο-Ακρωτηριακά μπλουζ της Εβόρα συχνά μιλούν για τη μακρά και επίπονα μοναχική ιστορία του τόπου, για το δουλεμπόριο, αλλά και για τη μετανάστευση, αφού από το ένα εκατομμύριο υπηκόους της χώρας τα δύο τρίτα βρίσκονται στο εξωτερικό.
Η φωνή της Σεζάρια, ένα καλοκουρδισμένο, μελαγχολικό όργανο με μια πινελιά βραχνάδας, χρωματίζει το συναισθηματικό της κόσμο με λέξεις και με φράσεις. Ακόμη και οι ακροατές που δεν καταλαβαίνουν τίποτα από τη γλώσσα της, καθηλώνονται από τα συναισθήματα που μοιάζουν να ξεχειλίζουν από μέσα της σε κάθε εμφάνιση.
Κλεμμένο από εδώ, όπου μπορείτε να διαβάσετε λίγα περισσότερα για την τραγουδίστρια, αλλά να βρείτε και συνδέσμους.
Επισκεφθείτε επίσης τη σελίδα του Πράσινου Ακρωτηρίου
Τραγούδι: Saudade
Τετάρτη, Αυγούστου 23, 2006
Lucky Dube
Πήρε το όνομα Lucky επειδή όταν γεννήθηκε το σώμα του ήταν πολύ αδύνατο και όλοι περίμεναν πως θα πεθάνει, αλλά δεν πέθανε. Έτσι, τον ονόμασαν Τυχερό.
Ο Λάκι ξόδεψε τα χρόνια της εφηβείας του τραγουδώντας σόλο σε μπαρ και εκκλησίες, μέχρι που δημιούργησε μια μπάντα με τους φίλους του, τους Skyway, που δεν είχαν, όμως, λεφτά για ν’ αγοράσουν μουσικά όργανα. Τελικά, ο Λάκι έγραψε ένα θεατρικό έργο, το οποίο ανέβασε με τους φίλους του. Χρησιμοποίησαν τα έσοδα από την παράσταση για ν’ αγοράσουν την πρώτη τους κιθάρα.
Δύο χρόνια μετά η παρέα διαλύθηκε και ο Λάκι έγινε μέλος στη μπάντα του Richard Siluma, τους Love Brothers. Έμεινε μαζί τους για αρκετό καιρό, μέχρι που αποφάσισε να κάνει στροφή στην καριέρα του και άρχισε να παίζει ρέγγε.
Το τραγούδι του “Together as one” ήταν το πρώτο από μαύρο καλλιτέχνη που μεταδόθηκε από ραδιοσταθμό των λευκών στη Νότιο Αφρική.
Τα άλμπουμ Prisoner και Slave, είναι από τα πιο διάσημα και επιτυχημένα στην ιστορία της Νοτίου Αφρικής.
Ανάμεσα στους αγαπημένους του τραγουδιστές είναι και ο Peter Tosh.
Δισκογραφία
Rastas Never Dies
Think About The Children
(The Above Two available on 2on1 - Lucky Dube Rastas Never Dies/Think About The Children (2000))
Slave (1989)
Prisoner (1990)
Together as one (1992)
House of exile (1992)
Captured Live (1993)
Victims (1993)
Trinity (1995)
Serious reggae business (1996)
Taxman (1997)
The Way It Is (1999)
The Rough Guide To Lucky Dube (2001)
Soul Taker (2001)
The other side (2005)
Respect (2006)
Κλεμμένο από εδώ: "http://en.wikipedia.org/wiki/Lucky_Dube"
Τώρα, σε πιο προσωπική νότα θα ήθελα να αναφέρω ότι ο Λάκι Ντούμπι δεν είναι ο «απόλυτος» απόγονος του Μπομπ Μάρλεϊ, όπως θέλουν να τον αποκαλούν μερικοί. Προσωπικά πιστεύω ότι είναι πολύ καλύτερος από τον Μπομπ, ειδικά σε ό,τι αφορά τους στίχους. Ναι, ναι, ξέρω, ο Μάρλεϊ είναι σύμβολο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι μοναδικός και αξεπέραστος.
Ακούστε το εξαιρετικό Freedom Fighter εδώ...
Σύνδεσμος
Προσωπική Ιστοσελίδα
Καλό μεσημέρι με μουσική
Τρίτη, Αυγούστου 22, 2006
Μουσική και πάλι
Με την ευκαιρία θα ήθελα να πω ότι αν κάποιος από εσάς ενδιαφέρεται να συνεισφέρει κάτι στην ιστοσελίδα δεν έχει παρά να μου το στείλει στη διεύθυνση oadais@gmail.com
Δευτέρα, Αυγούστου 21, 2006
Ο αγαπημένος μου αφρικανός συγγραφέας...
Όπως και νάχει, τον Wilbur Smith τον ανακάλυψα πριν τέσσερα χρόνια, χάρη σ’ ένα φίλο συγγραφέα, που είχε μεταφράσει κάποια από τα βιβλία του. Κι από τότε δε σταμάτησα να τον διαβάζω. Και δε μετάνιωσα ποτέ γι’ αυτό, καθώς μέσα από τα κείμενά του έμαθα περισσότερα για την Αφρική και την ιστορία της, απ’ ό,τι θα μάθαινα ποτέ από οποιοδήποτε άλλο μέσο.
Ο Σμιθ έχει μελετήσει βαθιά την ιστορία πολλών χωρών της Αφρικής και όλα τα βιβλία του ταξιδεύουν τον αναγνώστη στο χώρο και στο χρόνο. Οι συναρπαστικές περιπέτειες των Κόρτνι και των Μπάλανταϊνς στο νότιο μέρος της μαύρης ηπείρου, οι διαπλοκές στα παλάτια των Φαραώ στην Αίγυπτο και οι πόλεμοι στην κεντρική Αφρική είναι τα θέματα που απασχολούν λιγότερο ή περισσότερο τα τριάντα βιβλία που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα και τα οποία έχουν μεταφραστεί σε είκοσι έξη γλώσσες.
Διαβάζοντάς τα κανείς όχι μόνο περνά καλά, αλλά μαθαίνει και χίλια δυο πράγματα για την ιστορία χωρών όπως η Νότιος Αφρική, η Ζιμπάμπουε και το Σουδάν, ταξιδεύει στο χρόνο, γίνεται λίγο πιο σοφός.
Μπορεί να είναι ο νοτιοαφρικανός Κούτσι που πήρε το βραβείο νόμπελ λογοτεχνίας, αλλά ο Σμιθ είναι εκείνος που μίλησε περισσότερο απ’ τον καθένα – έστω και μέσα από βιβλία περιπέτειας – για τη μαύρη καρδιά της Αφρικής.
Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται “The Triumph of the Sun” και διαδραματίζεται στο Σουδάν, όπου λαμβάνει χώραν μια πολεμική διαμάχη, στη διάρκεια της οποίας συναντώνται για πρώτη φορά ένας Κόρτνι μ’ ένα Μπάλανταϊν. Δηλαδή, ένας τυχοδιώκτης, μ’ έναν άλλο.
Τα βιβλία του Σμιθ κυκλοφορούν στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Bell, γι’ αυτό και σπάνια τα παρουσιάζουν στις εφημερίδες οι δήθεν έγκριτοι κριτικοί. Στις αγγλόφωνες χώρες, ωστόσο, χαίρει μεγάλης εκτίμησης τόσο από τους κριτικούς όσο και από το κοινό. Στη Βρετανία κάθε βιβλίο του πουλά σταθερά περισσότερα από ένα εκατομμύρια αντίτυπα και ας απέχει από τα παιχνίδια των δημόσιων σχέσεων.
Σύνδεσμοι:
Επίσημη Ιστοσελίδα
Εγκυκλοπαίδεια
Βιβλία
Το σπίτι στην εξορία
Κυριακή, Αυγούστου 20, 2006
Με τα λόγια του Μαντέλα ΙΙ
Παραδοσιακοί Ήχοι
Σάββατο, Αυγούστου 19, 2006
Παρασκευή, Αυγούστου 18, 2006
Mama Africa Art Festival
Από την Αφρική στο Ιλιον
Αφρικανικοί ήχοι, ρέγκε ρυθμοί, ανατολίτικες μελωδίες και ανθρωπιστικά μηνύματα θα ξεχυθούν στις 2 και 3 Σεπτεβρίου στο Πάρκο Περιβαντολλογικής Ευαισθητοποίησης «Αντώνης Τρίτσης» (Αττική-Ιλιον), όπου θα πραγματοποιηθεί το «Mama Africa Art Festival».
Με τη συμμετοχή πολλών σπουδαίων μουσικών, ανάμεσά τους ο Αφρικανός Αλφα Μπλόντι, ο Τούρκος Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ και ο Νιγηριανός Μασέκ Φασέκ, το φεστιβάλ -που διοργανώνεται από το Δίκτυο Γυναικών Ευρώπης- αποτελεί ένα πρόγραμμα βοήθειας προς τις χώρες της Αφρικής και αλληλεγγύης σε γυναίκες θύματα βίας και trafficking στην Ελλάδα. Ετσι, μέσα από τη μουσική, τις παραστατικές και εικαστικές τέχνες, την αρχιτεκτονική και τη γαστρονομία ο πλούσιος πολιτισμός της Αφρικής θα μεταφερθεί για δύο μέρες στην Αθήνα. Σκοπός είναι η δημιουργία ενός ετήσιου θεσμού που θα συμβάλει στην ενδυνάμωση των πολιτιστικών σχέσεων με τις αφρικανικές κοινότητες της χώρας μας, προσφέροντας παράλληλα μια πλατφόρμα πολιτιστικής έκφρασης με τη συμμετοχή των ίδιων σε αυτήν.Η πρώτη μέρα του φεστιβάλ ανοίγει με συναυλία των Αλφα Μπλόντι, Λοκομόντο, Ρόδες, Βώξ και Anna Mystic (Dj set). Την Κυριακή συμμετέχουν οι Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ, Μασέκ Φασέκ, One Drop, Κώστας Χρονόπουλος και DE Traces. Παράλληλα, το κοινό θα έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει έκθεση βιβλίου και φωτογραφίας σχετική με την Αφρική, έκθεση εικαστικών, αυτοσχέδια χορευτικά σχήματα και μουσικούς και εργαστήρια κρουστών, αλλά και να γευτεί την αφρικανική κουζίνα.Οταν πέθανε ο Μπομπ Μάρλεϊ και ενώ όλοι νόμισαν ότι ο θρόνος της ρέγκε ορφάνεψε, η εμφάνιση του Αλφα Μπλόντι έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι ο διάδοχος είχε βρεθεί. Εμπνεόμενος από τις μουσικές της Καραϊβικής, τραγουδάει για την επανάσταση, την ειρήνη, την αγάπη και την κοινωνική αδικία με όχημα μια πολύγλωσση μουσική γλώσσα όπου συνυπάρχουν αγγλικά, γαλλικά, αραβικά, ισραηλίτικα αλλά και πολλές αφρικανικές διάλεκτοι. Εχοντας ήδη μια χούφτα πετυχημένων δίσκων, με άσο στο μανίκι τον θρυλικό «Jerusalem», που ηχογράφησε με τους Wailers, αλλά και τον τελευταίο-και βραβευμένο με γκράμι-«Merci», σε κάθε του εμφάνιση επιβεβαιώνει ότι η σκυτάλη της ρέγκε παράδοσης δεν βρέθηκε τυχαία στα χέρια του.Το τραγούδι του «Send down the rain», το 1987, συνέπεσε με το τέλος μίας από τις χειρότερες περιόδους ξηρασίας στην ιστορία της Νιγηρίας. Από τότε του έμεινε το παρατσούκλι «προφήτης της βροχής». Με επιρροές από τον Μπομπ Μάρλεϊ, τον Φέλα Κούτι και τον Τζίμι Χέντριξ, ο Μασέκ Φασέκ έχει δημιουργήσει ένα προσωπικό ήχο ρέγκε, ανακατεύοντας τους ρέγκε ρυθμούς με ροκ αλλά και αφρομπίτ μελωδίες. «Οταν αναμειγνύονται πολλά είδη ρυθμών, τότε η μουσική μπορεί να ελευθερώσει τον κόσμο», έχει πει χαρακτηριστικά.Εχοντας στον πυρήνα της δημιουργίας του την παράδοση, την οποία όμως μπολιάζει με πιο σύγχρονους ήχους, ο Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ έχει καταφέρει να θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της Ανατολής και βιρτουόζος πολλών μουσικών οργάνων. Η δεξιοτεχνία του επιδεικνύεται ισότιμα τόσο στο νέι όσο και στο ζουρνά, τον μπαγλαμά, το ούτι αλλά και τα κρουστά. Αν και αρχικά ήθελε να γίνει κληρικός, τελικά τον κέρδισε η αγάπη του για τη μουσική. Παρ' όλα αυτά, η μουσική του διατηρεί ένα στοιχείο μυστικισμού που τροφοδοτεί τη φαντασία του και καταλήγει σε ιδιαίτερα μουσικά ξεσπάσματα.Τιμή εισιτηρίων: 20 ευρώ για το διήμερο και 15 ευρώ η κάθε μέρα. Η είσοδος για τα παιδιά κάτω των 10 ετών είναι δωρεάν. Πληροφορίες στα τηλ: 210 3300413, 3300416
Το κείμενο κλεμμένο από τη Χρυσούλα Παπαϊωάννου και την Ελευθεροτυπία
Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε την ιστοσελίδα των διοργανωτών.
Μικρός Απολογισμός
Η πρώτη γεύση που πήρα από τη μαύρη ήπειρο ήταν καλή, αλλά όχι αρκετή. Στη Ζιμπάμπουε δεν είδα ούτε τα μισά απ’ όσα ήθελα να δω, στη Νότιο Αφρική πήρα μόνο μικρές δόσεις από Πρετόρια και Γιοχάνεσμπουργκ, τη Σουαζιλάνδη τη χόρτασα, αλλά δεν τη γνώρισα όσο θα ήθελα, στη Μοζαμβίκη πήγα μόνο στο Μαπούτο.
Ναι, είδα πολλά ζώα και νέες γεωγραφίες. Ναι, έμαθα πολλά για τις άσχημες και όχι και τόσο άσχημες πραγματικότητες της περιοχής. Ναι, γνώρισα πολλή κόσμο και έκανα νέους φίλους. Ναι, θα έλεγα για πολλά πράγματα, αλλά όχι αν με ρωτούσε κάποιος αν είμαι τελικά απόλυτα ικανοποιημένος απ’ αυτό το ταξίδι. Όχι, επειδή δεν είδα αρκετά, όχι, επειδή δεν έμαθα αρκετά. Το καλό είναι ότι μετά το τέλος του ταξιδιού εξακολουθώ ακόμη να μαθαίνω. Το καλό είναι ότι κουβαλάω τους ήχους και τις εικόνες μέσα μου. Το καλό είναι ότι σ’ αυτό το ταξίδι της γνώσης και της μουσικής, έχω και κάποιους συνοδοιπόρους.Όπως και νάχει, η μελέτη θα συνεχιστεί και οι μνήμες θα εξακολουθήσουν να αναμιγνύονται με τις εικόνες και τους ήχους, μέχρι το επόμενο ταξίδι.
Με τα λόγια του Μαντέλα
Αυτό είναι ένα ιδανικό το οποίο ελπίζω να ζήσω και να υλοποιήσω. Αλλά, αν χρειαστεί, είναι και ένα ιδανικό για το οποίο είμαι έτοιμος να πεθάνω.
Πέμπτη, Αυγούστου 17, 2006
Συνέχεια με μουσική...
Ένα ελληνικό τραγούδι από την Αφρική!
Τετάρτη, Αυγούστου 16, 2006
Miriam Makeba
Το 1959 εξορίστηκε από τη Νότιο Αφρική λόγω της συμμετοχής της στην ταινία Come back, Africa που τασσόταν κατά των φυλετικών διακρίσεων. Ξόδεψε τα επόμενα τριάντα ένα χρόνια της ζωής στο εξωτερικό συνεχίζοντας τον αγώνα κατά του ρατσισμού.
Ο Νέλσον Μαντέλα την έπεισε τελικά να επιστρέψει στην πατρίδα της το 1990.
Δύο χρόνια αργότερα πρωταγωνίστησε στην ταινία Σαραφίνα, που αναφερόταν στο ξεσηκωμό των νέων στο Σοβέτο το 1976.
Το 1966 τιμήθηκε με το βραβείο Γκράμι για την καλύτερη φολκ ηχογράφηση, παρέα με το Χάρι Μπελαφόντε.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα κυκλοφόρησε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο με τίτλο Makeba: My story.
Το 2002 μοιράστηκε το μουσικό βραβείο Πόλαρ με τη Sofia Gubaidulina και το 2004 ψηφίστηκε στην 38η θέση στο κατάλογο με τους εκατό πιο σημαντικούς νοτιοαφρικανούς.
Το 2005 ξεκίνησε μια περιοδεία δεκατεσσάρων μηνών, δίνοντας συναυλίες σε όλες τις χώρες που επισκέφθηκε στη διάρκεια της μεγάλης καριέρας της.
Το πιο διάσημο της τραγούδι είναι το Qongqothwane, που είναι πιο γνωστό με τον τίτλο Click Song. Ακούστε το εδώ...
Επισκεφθείτε και την ανεπίσημη ιστοσελίδα της... αφού η επίσημη για κάποιο λόγο δεν ανοίγει.
Το κείμενο κλεμμένο από εδώ...
Και πάλι μουσική...
Τρίτη, Αυγούστου 15, 2006
Μια ερμηνία συγκλονιστική...
Μουσική και προσθήκες
Προς το παρόν σας χαρίζω ένα ακόμη τραγούδι του Lucky Dube: Different Colors, One Peoples
Δευτέρα, Αυγούστου 14, 2006
Κυριακή, Αυγούστου 13, 2006
Μουσική από την Αφρική
Αφρική τέλος, έτσι ξαφνικά...
Πάντως ακόμη κι αν έφυγα την Αφρική την κουβαλώ μαζί μου. Είναι στις εικόνες που αποτύπωσα στο μυαλό μου και με τη φωτογραφική μηχανή, είναι στους ανθρώπους που γνώρισα, είναι στα πράγματα που δεν είδα. Είναι και στο συνταρακτικό βιβλίο Bang Bang Club (σ' ευχαριστώ Μιραντολίνα) που μόλις άρχισα να διαβάζω, είναι και στα λόγια του Μαντίμπα, είναι και στο νέο βιβλίο του Wilbur Smith.
Αν με ρωτήσετε κατά πόσο είμαι ικανοποιημένος από το ταξίδι, δε ξέρω στ' αλήθεια τι ν' απαντήσω. Απ' τη μία είμαι επειδή πήρα μια πρώτη γεύση από Αφρική, απ' την άλλη όχι, επειδή δεν είδα αρκετά.
Όπως και νάχει, το μπλόγκι αυτό δε κλείνει εδώ τον κύκλο του. Μάλλον τώρα τον ανοίγει. Θα πιάσω απ' τα κέρατα την ευκαιρία που μου δίνεται, μέσα από την ατυχία, να το εμπλουτίσω όσο περισσότερο μπορώ: με εικόνες, με συνδέσμους, με ειδήσεις, με παρουσιάσεις βιβλίων και με μουσικές.
Εύχομαι να εξακολουθήσω να σας έχω συνταξιδιώτες στη νέα περιπέτεια της γνώσης που μόλις αρχίζει...
Παρασκευή, Αυγούστου 11, 2006
Πέμπτη, Αυγούστου 10, 2006
Τρίτη, Αυγούστου 08, 2006
Joke from Zimbabwe
He decides he'll pick the least painful to spend his eternity.
He goes to Germany Hell and asks, "What do they do here?"
He is told "first they put you in an electric chair for an hour. Then they lay you on a bed of nails for another hour. Then the German devil comes in and whips you for the rest of the day".
The man does not like the sound of that at all so he moves on.
He checks out the USA Hell as well as the Russia Hell and many more. He discovers that they are all similar to the German hell
Then he comes to the Zimbabwean Hell and finds that there is a long line of people waiting to get in.
Amazed, he asks, "What do they do here?" He is told "first they put you in an electric chair for an hour. Then they lay you on a bed of nails for another hour. The Zimbabwean devil comes in and whips you for the rest of the day.
"But that is exactly the same as all the other hells why are there so many people waiting to get in?" asks the man.
"Because there is never any electricity, so the electric chair does not work. The nails were paid for but never supplied, so the bed is comfortable to sleep on. And, on top of it, the Zimbabwean devil used to be a civil servant, so he comes in, signs his time sheet and goes back home for private business."
SO YOU SEE...IT PAYS TO BE A ZIMBABWEAN!!
Δευτέρα, Αυγούστου 07, 2006
Στο Μαπούτο τις Κυριακές
Σε μια τεράστια πολιτεία γιορτής μετατρέπεται το Μαπούτο τις Κυριακές. Εκεί που συχνάζουν τουρίστες στήνονται ατέλειωτα παζάρια, όπου πωλούνται ρούχα, υφάσματα, dvd’s και cd’s και είδη ξυλογλυπτικής, ενώ αλλού, στις γωνιές των δρόμων λειτουργούν μικρά αυτοσχέδια φρουτοπωλεία. Οι καντίνες που διαθέτουν μπύρες κάνουν χρυσές δουλειές.
Το παρατήρησα στη Σουαζιλάνδη, το είδα και εδώ. Τις Κυριακές πολλοί είναι εκείνοι που αρχίζουν και πίνουν μπύρες από το πρωί. Κυριακή, μέρα γιορτής, που λένε.
Το μεγάλο ωστόσο γλέντι δε στήνεται μέσα στην πόλη, αλλά στην παραλία, εκεί όπου ο κόσμος αρχίζει να μαζεύεται από νωρίς το πρωί. Beach volley, μουσικές και χοροί είναι ο κανόνας, και οι δρόμοι πλημμυρίζουν με διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Αλλά, δεν είναι όλα μέλι-γάλα. Υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Δεκάδες τα ζητιανάκια, που σε κυνηγάν κάθε στιγμή ζητώντας λεφτά, ρούχα, φαγητό, κάτι τέλος πάντων. Κι αυτό δείχνει ότι η οικονομική πραγματικότητα της χώρας είναι πολύ χειρότερη απ’ ότι στη Σουαζιλάνδη και τη Ζιμπάμπουε. Τα διάφορα χριστιανικά δόγματα που προσφέρουν φαγητό στον κοσμάκη αλλού, δε μοιάζουν να κάνουν το ίδιο εδώ. Δε φτουράνε, θα έλεγα, αφού οι Μοζαμβικανοί μοιάζουν λαός πέρα έως πέρα ερωτικός, απ’ αυτούς που δεν μπορούν να μπουν στα στεγανά των απαγορεύσεων. Αυτό, ίσως, εξηγεί και το γεγονός ότι εδώ κανείς μπορεί να αγοράσει ποτό παντού, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες του νοτίου άκρου της Αφρικής, όπου μόνο σε μπυραρίες, υπεραγορές και «εκτός αδείας», μπορεί να δει κανείς... φως.
Στις φωτογραφίες: Μια ξανθιά στο παζάρι και Βόλεϊ στην Παραλία
Κυριακή, Αυγούστου 06, 2006
Χαμένος στο Μαπούτο
Χθες θα πήγαινα σε κάποιο ίντερνετ καφέ για να ανεβάσω τα προηγούμενα κείμενα, αλλά αντί αυτού πήγα και χάθηκα. Χαμένος στο Μαπούτο, λοιπόν!
Μ’ αρέσει να χάνω το δρόμο μου στις διάφορες πόλεις που επισκέπτομαι, ειδικά, όταν μπορώ εύκολα ή δύσκολα να τον ξαναβρώ. Το μόνο «πρόβλημα» είναι ότι όταν το κάνω αυτό περπατώ πολλά, μα πολλά, χιλιόμετρα.
Ε, καλά χθες δεν ήταν και τόσα πολλά. Καμιά δεκαριά μόνο (το ρεκόρ του ταξιδιού για μια μέρα το υπολογίζω στα είκοσι τέσσερα). Πέρασα μέσα από γειτονιές, όπου η ραπ μουσική είναι ο κανόνας, ήπια μπύρα σε μια από τις καντίνες δρόμου προσπαθώντας να εξηγήσω στους θαμώνες από που έρχομαι, ανακάλυψα κατά τύχη την ελληνική εκκλησία του Μαπούτο (φωτογραφία), περπάτησα κατά μήκος της προκυμαίας, άκουσα τις προειδοποιήσεις ενός ντόπιου λευκού που μου τόνιζε ότι: «Δεν είναι ασφαλές να κυκλοφορείς με τέτοια φωτογραφική μηχανή εδώ...» «Τι να κάνω; Να την πετάξω;» ρώτησα... νοερά. Φωναχτά τον ευχαρίστησα.
Εδώ, έξω από το ξενοδοχείο, ολονύχτιο (υπερβολές) γλέντι με μουσικές και μπύρες, στην ακροθαλασσιά, αλλά κανείς λευκός δεν πλησιάζει. Γιατί; Πάντως όταν πήγα εκεί, για ν’ αγοράσω μπύρες από τους πάγκους, όλοι ήταν πολύ φιλικοί μαζί μου και όταν με προσκάλεσαν να καθίσω μαζί τους όλα ήταν μια χαρά. Φυσικά, με ανέκριναν, αλλά καλά, σ’ αυτό έχω συνηθίσει. Μόνο τις ανακρίσεις των συγγενών δεν αντέχω.
Μοζαμβίκη, αγάπη μου!
«Επιτέλους», τα κατάφερα και έφυγα από το Μπαμπάνε και τη Σουαζιλάνδη. Όλα μου φώναζαν να φύγω, δηλαδή, και είπα να υπακούσω. Ποια είναι αυτά τα όλα; Από το πρωί δεν είχαμε νερό και ηλεκτρισμό, οι άνεμοι λυσσομανούσαν και οι σκέψεις με παίδευαν. «Δε γίνεται να έχεις έρθει μέχρι εδώ κάτω, και να μην προσπαθήσεις να δεις κι άλλους τόπους...» μου έλεγε ο κύριος εαυτός μου.
Δίκιο είχε και έτσι ακολούθησα τις προτροπές του. Πρωί-πρωί ξύπνησα, πρωί-πρωί ήπια τον καφέ μου, πρωί-πρωί κίνησα με τα πόδια για το σταθμό απ’ όπου θα έπαιρνα το λεωφορείο που θα με έπαιρνε στο Μανζίνι κι από κει ένα άλλο που θα με έφερνε στο Μαπούτο.
Σαν ένας μικρός και ευχάριστος περίπατος μου φάνηκε η διαδρομή, μέσα στο πρωινό αγιάζι, προς το σταθμό. Εκεί μπήκα αμέσως στο λεωφορείο για το Μανζίνι, που αναχώρησε λίγο αργότερα. Στη διάρκεια της διαδρομής έκλεβα ματιές από την εφημερίδα του γείτονα, μαθαίνοντας ότι ένα μωρό έχασε τη ζωή του όταν καταπλακώθηκε από μια στέγη που παρέσυρε η ανεμοθύελλα στο πέρασμά της.
Στο Μανζίνι έπρεπε να περιμένω αρκετή ώρα μέχρι να γεμίσει το δεκαεξαθέσιο για να φύγουμε. Φωνακλάδες καθώς είναι οι σουαζιλανδοί και οι μοναμβικανοί έδιναν στο χώρο ένα ιδιαίτερο χρώμα, ιδιαίτερα εκείνοι που άλλαζαν συνάλλαγμα παράνομα, πλην μπροστά στα μάτια των αστυνομικών. Περιττό να πω – σιγά να μην το παρέλειπα – ότι ήμουνα και πάλι ο μοναδικός λευκός στο λεωφορείο.
Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ, σιγά-σιγά και στριμωγμένα ξεκινήσαμε. Η διαδρομή δεν είχε να επιδείξει τίποτα το συνταρακτικό: τα συνηθισμένα παραδοσιακά σπίτια, τα συνήθη παζάρια, οι συνήθεις ήχοι. Σαν φτάσαμε, όμως στα σύνορα με τη Μοζαμβίκη, τα πράγματα άλλαξαν. Κατεβήκαμε από το λεωφορείο, περάσαμε από το έλεγχο διαβατηρίων της Σουαζιλάνδης και περπατήσαμε μέχρι τον αντίστοιχο της Μοζαμβίκης. Εκεί, καθώς συμπληρώναμε ένα έγγραφο, είδα μια ανακοίνωση στον τοίχο που έγραφε ότι έπρεπε να πληρώσουμε πέντε δολάρια φόρο εισόδου και παρ’ ολίγον να μείνω στον τόπο (εντάξει, υπερβολές). Γιατί; Μα επειδή δεν είχα τόσα χρήματα μαζί μου. Ξόδεψα σχεδόν όλα τα μετρητά που είχα στο Μπαμπάνε και δεν πήρα άλλα από την τράπεζα αφού σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να το κάνω εδώ στο Μαπούτο. Τελικά μου ζήτησαν δώδεκα μόλις ραντ, τα οποία ευτυχώς είχα, και πήγε η καρδιά μου στον τόπο τους. Μου περίσσεψε περίπου και ενάμισι ευρώ.
Με το που μπήκαμε στη Μοζαμβίκη ένιωσα στ’ αλήθεια ότι έμπαινα σε μια άλλη χώρα. Πολύ διαφορετική η γεωγραφία της, με πολλά και πιο ψηλά βουνά, με μεγαλύτερα και περισσότερα ποτάμια και το πιο σημαντικό, ίσως, με διαφορετική γλώσσα. Εδώ τα πορτογαλικά είναι ο κανόνας. Τρεις φορές μας σταμάτησαν για έλεγχο των αποσκευών οι τελωνειακοί – ακόμη και όταν βρισκόμασταν βαθιά μέσα στη χώρα – ανησυχώντας προφανώς ότι κάποιος θα μετέφερε χόρτο από τη Σουαζιλάνδη, που είναι πιο καλό και πιο φτηνό, ενώ και οι «συναλλαγματίες» μας περικύκλωναν σε όλα τα σημαντικά σταυροδρόμια.
Κάποτε, μέσ’ στο ψιλόβροχο, φτάσαμε στο Μαπούτο. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα στην πόλη ήταν αποθαρρυντική. Σκουπιδότοπο θύμιζε ο σταθμός των λεωφορείων. Κάποιος, ταξιτζής προφανώς, με πλησίασε και με ρώτησε που θα πήγαινα: «Στην τράπεζα,» του απάντησα κι έμεινε να με κοιτά απορημένος. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να πιστέψει κανείς την αλήθεια; Φορτώθηκα, λοιπόν, το σακίδιο και κίνησα να βρω το χρήμα και το πεπρωμένο μου. Και όσο περπατούσα, τόσο η πρώτη εικόνα που αντίκρισα στο σταθμό ξεθώριαζε. «Έχει τις ομορφιές του το Μαπούτο,» σκεφτόμουνα, καθώς έψαχνα να βρω το πανδοχείο της «Φατιμάς» όπου θα έμενα. Στο χάρτη φαινότανε πολύ κοντά στο σταθμό, αλλά δεν. Χάνοντας και ξαναβρίσκοντας το δρόμο μου, περπατώντας σαν να έζησα εδώ όλη μου τη ζωή, αλλά και ζητώντας που και που οδηγίες, κάποτε έφτασα στον προορισμό μου. Σύμφωνα με τον εσωτερικό μου μετρητή, θα περπάτησα επτά χιλιόμετρα με είκοσι δύο κιλά βάρος στην πλάτη (περιλαμβανομένου του υπολογιστή και της αρκετά βαριάς φωτογραφικής μηχανής... να εξηγιόμαστε). Και τι είδα εκεί; Τίποτα στ’ αλήθεια, αφού δεν είχαν δωμάτια άδεια. «Πάντα γεμίζουμε τα τριήμερα,» μου εξήγησαν, κάτι που δε μου φάνηκε παράξενο, αφού κι οι εθελοντές από τη Σουαζιλάνδη πάντα εδώ έρχονται για να διασκεδάσουν. Δοκίμασα την τύχη μου και στο «Κεντρικό», αλλά μου έδωσαν την ίδια απάντηση. Μέχρι τότε ένιωθα πολύ-πολύ κουρασμένος, κι αν δεν έβρισκα κάτι σύντομα θα εκνευριζόμουν και πολύ πιθανόν να έφευγα αμέσως από την πόλη (το έκανα μια φορά στην Κέρκυρα και δυο στην Πάρο), γι’ αυτό και αποφάσισα να αναζητήσω κάτι το πολυτελές (εδώ γελάμε). Πήρα, λοιπόν, ένα ταξί και του ζήτησα να με πάει στο Κόστα ντο Σολ. Είναι ένα από τα ξενοδοχεία που ανήκουν στη μέση και όχι στη χαμηλή κατηγορία καταλυμάτων και βρίσκεται στον παραλιακό δρόμο του Μαπούτο. Φτάνοντας εκεί, δηλαδή εδώ, μου είπαν ότι όλα τα δωμάτια με θέα είναι κατειλημμένα, ωστόσο, θα μπορούσα να πάρω ένα δωμάτιο στην γειτονική αυλή, όπως και έκανα. Πληρώνοντας, λοιπόν, εικοσιπέντε περίπου ευρώ την ημέρα, μένω σ’ ένα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι, τηλεόραση και αεροκατάσταση. Καθόλου άσχημα.
Αργά το απόγευμα είπα να βγω για μια βόλτα και έπεσα πάνω σε γάμο. Ένα νιόπαντρο ζευγάρι ήρθε για φωτογράφηση εδώ στην παραλία και κάποιοι που τους συνόδευαν χόρευαν και τραγουδούσαν. Όμορφοι ήχοι, όμορφος κόσμος. Η παραλία μαγευτική. Τα νερά τραβήχτηκαν στη θάλασσα και ντόπιοι και ξένοι έκοβαν τις βόλτες τους μέχρι και πεντακόσια μέτρα προς τα μέσα. Σκηνές που μου θύμισαν το πρώτο ονειρικό ταξίδι στην Ταϊλάνδη και το Κο Σαμούι. Αφού τριγύρισα για αρκετή ώρα και έβγαλα και τις φωτογραφίες μου, πεινασμένος καθώς ήμουν κίνησα για την πόλη. Και περπάτησα άλλα έξη χιλιόμετρα, φτάνοντας μέχρι τις παρυφές της, εκεί όπου βρίσκεται το καζίνο, αλλά και το πιο διάσημο, όπως ακούγεται, κλαμπ της Μοζαμβίκης, το Coconuts. Κάθισα σε μια μπυραρία που σερβίρει και φαγητό και είπα να δοκιμάσω μια μπριζόλα και τις ντόπιες μπύρες. Εύγευστη η μπριζόλα, αφού την έκανα... ταϊλανδέζικη. Βλέπετε, μόλις παράγγειλα το φαγητό, μου έφεραν ένα μπολάκι με ψιλοκομμένα πιπέρια. Αντικρίζοντάς τα, πήρα το δαιμονικό μου ύφος και τους ρώτησα αν έχουν λάδι ψαριού και σκόρδο. Μου απάντησαν θετικά και σε λίγο τα είχα στα χέρια μου. Πήρα, λοιπόν, να φτιάχνω το αγαπημένο μου ταϊλανδέζικο σος, κάτω από τις απορημένες ματιές τους. Όταν έφτασε η μπριζόλα, την ψιλόκοψα κι αυτήν, την ανέμιξα με το ρύζι, έριξα από πάνω το πικάντικο σος και για λίγο βρέθηκα στην αγαπημένη μου Τσιανγκ Μάι!
Όσο για τις μπύρες, δοκίμασα Λαυρεντίνα και 2Μ. Και οι δύο καλές, αλλά κάπως αδύνατες για ένα πότη των κυβικών μου.
Λίγο μετά τις δέκα και αγνοώντας τις προειδοποιήσεις ότι το βράδυ πρέπει να κυκλοφορεί κανείς μόνο με ταξί (αν δε δείχνεις φόβο, δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς, λέω εγώ), πήρα τα πόδια μου και πάλι και κίνησα για το δωμάτιό μου. Στη διάρκεια της διαδρομής δε με ενόχλησε σχεδόν κανείς. Όταν με πλησίασαν κάποιες πόρνες ρωτώντας αν θα ήθελα να έρθουν μαζί μου, τους απάντησα με χαμόγελο, «όχι, ευχαριστώ», και με άφησαν στην ησυχία μου...
Νεώτερα από τη Ζιμπάμπουε
Σημειώνω ότι τα χαρτονομίσματα των εκατό χιλιάδων είχαν πρωτοκυκλοφορήσει μόλις δύο μήνες πριν. Αυτό, αν μη τι άλλο, δείχνει ότι στο κυβερνητικό τυπογραφείο είναι... δουλευταράδες!
Το Σπίτι στο Λόφο
Είναι απίστευτο αλλά κόλλησα στο Μπαμπάνε. Κάθε βράδυ αποφασίζω να φύγω, κάθε πρωί αλλάζω γνώμη. Η πολλή γαλήνη μου βγήκε σε κακό υποθέτω. Τώρα, πως μπορεί κανείς να είναι γαλήνιος ενώ η φύση γύρω του είναι αγριεμένη είναι άλλη ιστορία.
Ναι, κάθε μέρα που περνά οι άνεμοι όλο και δυναμώνουν. Μη με ρωτάτε μποφόρια, απλά είναι πάρα-πάρα πολύ δυνατοί. Και όπως μου λέει ο Κρις, μάλλον θα κρατήσουν μέχρι την πανσέληνο του Αυγούστου. Μιλώντας για τον καιρό να πω ότι τώρα τελειώνει η περίοδος της ξηρασίας. Ο «μήνας των ανέμων» θα κρατήσει δύο περίπου βδομάδες και μετά θα αρχίσει η περίοδος των βροχών.
Πάντως οι άνεμοι έχουν ενδιαφέρουσες και ολίγον οδυνηρές επιπλοκές: να, το γειτονικό κτήριο έχασε τη στέγη του, ενώ από τις πρώτες πρωινές ώρες δεν έχουμε ηλεκτρικό (μαθημένο το βουνό στα χιόνια – βλέπε Ζιμπάμπουε), ενώ πολλά δέντρα έχουν πέσει στους δρόμους και τις αυλές. Πάντως δε βλέπω κανένα να παραπονιέται ή να διαμαρτύρεται για κάτι. Απλά δουλεύουν για να διορθώσουν τις ζημιές.
Τελικά πολύ μου αρέσει η ζωή εδώ στη μικρή Μπαμπάνε κι ας μην έχει τις «ανέσεις» στις οποίες ήμουν συνηθισμένος. Μου αρέσει κι αυτό το μικρό πανδοχείο, το Γκρίφτερς, στην πλευρά ενός λόφου. Μου αρέσει αυτή η συνεχής αίσθηση σιέστας, οι αβάστακτα αργοί ρυθμοί. Αλλά, για να πω το κρίμα μου, δε θα μπορούσα να ζήσω εδώ. «Και που θα μπορούσες να ζήσεις;» θα με ρωτούσε κάποιος. Έλα ντε!
Το σπίτι στο λόφο μπορεί να περιμένει...
Υ.Γ. Ακούγοντας τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο το βράδυ, έμαθα ότι πολλοί άνθρωποι έχασαν τις φτωχά τους υπάρχοντα στη διάρκεια της ανεμοθύελλας, η οποία ήταν η χειρότερη των τελευταίων χρόνων. Πάντως κανείς, ακόμη, δε ρίχνει το φταίξιμο στην κυβέρνηση για τον καιρό.
Από αναβολή σε αναβολή...
Τα πάω όλα σ’ αυτό το ταξίδι. Ίσως να φταίει το ότι δεν πολυβιάζομαι. Ίσως το ότι μου αρέσει η ζωή εδώ στο Μπαμπάνε. Ίσως να φταίει και η τεμπελιά μου. Όπως και νάχει, η αναχώρηση αναβλήθηκε για μια μέρα, αν και αυτό δεν είμαι και σίγουρος ότι θα μου βγει σε καλό, αφού από χθες το πρωί φυσάει ένας διαβολεμένος αέρας, που ώρες-ώρες φοβάμαι ότι θα παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του, ενώ το βράδυ γνώρισα την εμπειρία μιας πρώτης αφρικανικής καταιγίδας. Έβρεχε, άστραφτε και βροντούσε για οκτώ ώρες και πολύ το χάρηκα.
Σήμερα ο ουρανός είναι καθαρός, αλλά οι θυελλώδεις άνεμοι έχουν ρίξει τη θερμοκρασία κατακόρυφα. Για πρώτη φορά εδώ και έξη μήνες νιώθω το κρύο και σκέφτομαι, έτσι για αλλαγή, να βγάλω το κοντομάνικο κι ας μην πήγε κάτω από πέντε βαθμούς η θερμοκρασία. Ας είναι.
Κατά τα άλλα, τις επόμενες ημέρες θα κάνω κάτι το αδιανόητο: θα κάνω αίτηση για «δουλειά», αν και αυτή θα είναι αμισθί. Αν την πάρω αυτό θα σημάνει την αναβολή των μελλοντικών μου σχεδίων, αλλά ταυτόχρονα θα κάνω πραγματικότητα ένα όνειρο ζωής.
Λεπτομέρειες – αν και εφόσον προσληφθώ – προσεχώς...
Τρίτη, Αυγούστου 01, 2006
Περπατώντας με τα ιμπάλα...
Το δεύτερο είναι πιο μεγάλο και πιο σημαντικό, αλλά εμένα μου άρεσε περισσότερο το πρώτο. Κι αυτό επειδή το γύρισα με τα πόδια, περπατώντας στ’ αλήθεια με τα ιμπάλα, όπως δείχνει και το πολύ κοντινό πλάνο. Τι άλλο είδα εκεί; Πουλιά των οποίων τα ονόματα μου διαφεύγουν, βουβάλια, ζέβρες, κάτι που μοιάζει με αγριογούρουνο αλλά δεν είναι, νεαρούς κροκόδειλους που δεν κατάφερα να φωτογραφίσω επειδή τρέχουν σαν τρελοί, πολλά πολλά άλογα και κάποια γιάλα. Πραγματικά απόλαυσα αυτή τη βόλτα των δεκαπέντε τουλάχιστον χιλιομέτρων.
Ο Καλός Κύριος Σίπο
Το Μιλουάνι βρίσκεται τρεισήμισι χιλιόμετρα από το δρόμο που ενώνει το Μπαμπάνε με ένα οικισμό που ακούει στο όνομα Μαχλάνιε. Στον πηγαιμό περπάτησα τα δυόμισι, ενώ για το τελευταίο με μετέφερε ο καλός κύριος Σίπο, ταξιτζής παρακαλώ, ο οποίος μάλιστα βγήκε από το δρόμο του, για να μη με αφήσει να καλύψω με τα πόδια όλη την απόσταση μέχρι το πάρκο. Στην αρχή της μικρής διαδρομής μου ξεκαθάρισε: «Μην ανησυχείς, δε θα σε χρεώσω. Δεν είμαι κλέφτης». Και όντως δε με χρέωσε, αν και επέμενα να του δώσω κάποιο φιλοδώρημα.
Τον κύριο Σίπο το συνάντησα και στο γυρισμό, παρέα με κάποιους φίλους του, που ήταν πολύ... πιστοί. Ο αγαπημένος τους ψαλμός είπαν είναι ο 1:40 που λέει: “Drink Beer and Be Happy”! Με πήγαν μέχρι και το σταθμό των λεωφορείων σε μια γειτονική πολίχνη, πράγμα για το οποίο τους ευχαρίστησα από καρδιάς.
Στο Χλάνι
Τρία λεωφορεία άλλαξα για να πάω στο Χλάνι. Πρώτα πήρα ένα για το σταθμό της Μπαμπάνε, μετά ένα άλλο για το Μανζίνι και τέλος ένα κόμπι που πήγαινε στη Σιμούνιε και το οποίο περνούσε από το Πάρκο Χλάνι. Όταν έφτασα εκεί συνάντησα και τέσσερις ινδές, γέννημα θρέμμα ΗΠΑ, που είχα γνωρίσει δυο μέρες πριν στο Γκρίφτερς και οι οποίες δήλωναν ενθουσιασμένες μ’ αυτά που είδαν(κάθονται μπροστά μου τώρα, εδώ στο Γκρίφτερς, και παρακολουθούν τηλεόραση παρέα με τη Λούλου, την 26 μηνών κόρη του ιδιοκτήτη και μασκότ του πανδοχείου).
Εκεί, μια και ήταν πολύ μακριά από το Μπαμπάνε και ο χρόνος δε θα μ’ έφτανε, αποφάσισα να ακολουθήσω και πάλι ένα δήθεν σαφάρι. Φορτώθηκα, λοιπόν, με μια οικογένεια ολλανδών σ’ ένα τζιπ και κινήσαμε. Η αρχή καλή αφού δεν αργήσαμε να συναντήσουμε τα λιοντάρια να... λιάζονται. Από εκεί μέχρι να δούμε το επόμενο άγριο ζώο (τα ιμπάλα δε μετράνε, αφού τα συναντά κανείς κατά χιλιάδες) μας πήρε τουλάχιστον μια ώρα. Οι «γάτες» (Cheetahs) κρύβονταν, οι λεοπαρδάλεις δεν κυκλοφορούν στη διάρκεια της ημέρας, οι ιπποπόταμοι την κάνανε για ένα ποτάμι τώρα το χειμώνα. Τελικά συναντήσαμε ένα ρινόκερο να κόβει βόλτες, αλλά βλέποντάς μας το έβαλε στα πόδια. Μετά από ώρα πολλή είδαμε ένα ελέφαντα, ένα γιάλα και κάποια πουλιά κι αυτό ήταν όλο. Ευτυχώς, όμως, στο τέλος μας χαμογέλασε η τύχη, αφού επιστρέφοντας εκεί από όπου ξεκινήσαμε, είδαμε κάποιους ρινόκερους να λιάζονται δίπλα από μια λιμνούλα.
Ο Καλός Κύριος...;
Φεύγοντας από το πάρκο, βγήκα έξω στο δρόμο και περίμενα κάποιο λεωφορείο, που δεν ερχόταν. Μετά από μισή ώρα η υπομονή μου άρχισε να εξαντλείται και αποφάσισα να κάνω ώτο-στοπ. Με το που σήκωσα το χέρι μου σταμάτησε ο... (η μνήμη μου είναι άθλια σε ό,τι αφορά τα ονόματα) και προσφέρθηκε να με πάει σε μια στάση λεωφορείων, είκοσι χιλιόμετρα πάρα κάτω, δέκα περίπου χιλιόμετρα πιο μακριά απ’ ότι ο ίδιος θα πήγαινε. Όταν θέλησα να τον ευχαριστήσω με διέκοψε απότομα: “No… No… Don’t thank me. It’s been a pleasure!” Και αμέσως γεννήθηκε στο νου μου η απορία: «Ποιος λευκός θα έβγαινε από το δρόμο του μόνο και μόνο για να πάει κάπου κάποιο μαύρο;» Έλα ντε!
Το βράδυ με βρήκε πολύ-πολύ κουρασμένο εδώ στο Μπαμπάνε, αλλά φανερά ικανοποιημένο, γι’ αυτό και το γιόρτασα κατεβάζοντας τεσσερισήμισι λίτρα Milk Stout (Η Γκίνες της Αφρικής θα έλεγα).
Σουαζιλάνδη Τέλος
Σήμερα είναι η τελευταία μου μέρα στη Σουαζιλάνδη. Αύριο φεύγω για άλλες πολιτείες, αλλά κάπου νιώθω ότι θα μου λείψει αυτό το μέρος. Όχι, δε θα έλεγα ότι με βοήθησε να γαληνέψω, η τελευταία φορά εξάλλου που πραγματικά εκνευρίστηκα ήταν έξη μήνες πριν, αλλά να, συμπάθησα τους ανθρώπους εδώ και πιστεύω ότι κάτι μου πρόσφεραν με τον τρόπο τους, αν και δεν μπορώ να πω ακριβώς τι είναι αυτό.
Όπως και νάχει, αυτό το μέρος του ταξιδιού φτάνει στο τέλος του. Ας δούμε τι θα μας φέρει η επόμενη μέρα...