Τρίτη, Αυγούστου 01, 2006

Περπατώντας με τα ιμπάλα...

Και ξαπλώνοντας με τα λιοντάρια. Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων! Τελικά δεν πήγα στην πανήγυρη που έλεγα τις προάλλες. Αντί αυτού προτίμησα τα ζώα. Έτσι σε δύο ημέρες επισκέφθηκα ισάριθμα εθνικά πάρκα. Την Κυριακή πήγα στο Μιλουάνι (Milwani) και τη Δευτέρα στο Χλάνι (Hlane), 35 και 110 χιλιόμετρα μακριά από το Μπαμπάνε αντίστοιχα. Πάντα στη Σουαζιλάνδη.
Το δεύτερο είναι πιο μεγάλο και πιο σημαντικό, αλλά εμένα μου άρεσε περισσότερο το πρώτο. Κι αυτό επειδή το γύρισα με τα πόδια, περπατώντας στ’ αλήθεια με τα ιμπάλα, όπως δείχνει και το πολύ κοντινό πλάνο. Τι άλλο είδα εκεί; Πουλιά των οποίων τα ονόματα μου διαφεύγουν, βουβάλια, ζέβρες, κάτι που μοιάζει με αγριογούρουνο αλλά δεν είναι, νεαρούς κροκόδειλους που δεν κατάφερα να φωτογραφίσω επειδή τρέχουν σαν τρελοί, πολλά πολλά άλογα και κάποια γιάλα. Πραγματικά απόλαυσα αυτή τη βόλτα των δεκαπέντε τουλάχιστον χιλιομέτρων.
Ο Καλός Κύριος Σίπο

Το Μιλουάνι βρίσκεται τρεισήμισι χιλιόμετρα από το δρόμο που ενώνει το Μπαμπάνε με ένα οικισμό που ακούει στο όνομα Μαχλάνιε. Στον πηγαιμό περπάτησα τα δυόμισι, ενώ για το τελευταίο με μετέφερε ο καλός κύριος Σίπο, ταξιτζής παρακαλώ, ο οποίος μάλιστα βγήκε από το δρόμο του, για να μη με αφήσει να καλύψω με τα πόδια όλη την απόσταση μέχρι το πάρκο. Στην αρχή της μικρής διαδρομής μου ξεκαθάρισε: «Μην ανησυχείς, δε θα σε χρεώσω. Δεν είμαι κλέφτης». Και όντως δε με χρέωσε, αν και επέμενα να του δώσω κάποιο φιλοδώρημα.
Τον κύριο Σίπο το συνάντησα και στο γυρισμό, παρέα με κάποιους φίλους του, που ήταν πολύ... πιστοί. Ο αγαπημένος τους ψαλμός είπαν είναι ο 1:40 που λέει: “Drink Beer and Be Happy”! Με πήγαν μέχρι και το σταθμό των λεωφορείων σε μια γειτονική πολίχνη, πράγμα για το οποίο τους ευχαρίστησα από καρδιάς.
Στο Χλάνι

Τρία λεωφορεία άλλαξα για να πάω στο Χλάνι. Πρώτα πήρα ένα για το σταθμό της Μπαμπάνε, μετά ένα άλλο για το Μανζίνι και τέλος ένα κόμπι που πήγαινε στη Σιμούνιε και το οποίο περνούσε από το Πάρκο Χλάνι. Όταν έφτασα εκεί συνάντησα και τέσσερις ινδές, γέννημα θρέμμα ΗΠΑ, που είχα γνωρίσει δυο μέρες πριν στο Γκρίφτερς και οι οποίες δήλωναν ενθουσιασμένες μ’ αυτά που είδαν(κάθονται μπροστά μου τώρα, εδώ στο Γκρίφτερς, και παρακολουθούν τηλεόραση παρέα με τη Λούλου, την 26 μηνών κόρη του ιδιοκτήτη και μασκότ του πανδοχείου).
Εκεί, μια και ήταν πολύ μακριά από το Μπαμπάνε και ο χρόνος δε θα μ’ έφτανε, αποφάσισα να ακολουθήσω και πάλι ένα δήθεν σαφάρι. Φορτώθηκα, λοιπόν, με μια οικογένεια ολλανδών σ’ ένα τζιπ και κινήσαμε. Η αρχή καλή αφού δεν αργήσαμε να συναντήσουμε τα λιοντάρια να... λιάζονται. Από εκεί μέχρι να δούμε το επόμενο άγριο ζώο (τα ιμπάλα δε μετράνε, αφού τα συναντά κανείς κατά χιλιάδες) μας πήρε τουλάχιστον μια ώρα. Οι «γάτες» (Cheetahs) κρύβονταν, οι λεοπαρδάλεις δεν κυκλοφορούν στη διάρκεια της ημέρας, οι ιπποπόταμοι την κάνανε για ένα ποτάμι τώρα το χειμώνα. Τελικά συναντήσαμε ένα ρινόκερο να κόβει βόλτες, αλλά βλέποντάς μας το έβαλε στα πόδια. Μετά από ώρα πολλή είδαμε ένα ελέφαντα, ένα γιάλα και κάποια πουλιά κι αυτό ήταν όλο. Ευτυχώς, όμως, στο τέλος μας χαμογέλασε η τύχη, αφού επιστρέφοντας εκεί από όπου ξεκινήσαμε, είδαμε κάποιους ρινόκερους να λιάζονται δίπλα από μια λιμνούλα.

Ο Καλός Κύριος...;

Φεύγοντας από το πάρκο, βγήκα έξω στο δρόμο και περίμενα κάποιο λεωφορείο, που δεν ερχόταν. Μετά από μισή ώρα η υπομονή μου άρχισε να εξαντλείται και αποφάσισα να κάνω ώτο-στοπ. Με το που σήκωσα το χέρι μου σταμάτησε ο... (η μνήμη μου είναι άθλια σε ό,τι αφορά τα ονόματα) και προσφέρθηκε να με πάει σε μια στάση λεωφορείων, είκοσι χιλιόμετρα πάρα κάτω, δέκα περίπου χιλιόμετρα πιο μακριά απ’ ότι ο ίδιος θα πήγαινε. Όταν θέλησα να τον ευχαριστήσω με διέκοψε απότομα: “No… No… Don’t thank me. It’s been a pleasure!” Και αμέσως γεννήθηκε στο νου μου η απορία: «Ποιος λευκός θα έβγαινε από το δρόμο του μόνο και μόνο για να πάει κάπου κάποιο μαύρο;» Έλα ντε!
Το βράδυ με βρήκε πολύ-πολύ κουρασμένο εδώ στο Μπαμπάνε, αλλά φανερά ικανοποιημένο, γι’ αυτό και το γιόρτασα κατεβάζοντας τεσσερισήμισι λίτρα Milk Stout (Η Γκίνες της Αφρικής θα έλεγα).

Σουαζιλάνδη Τέλος

Σήμερα είναι η τελευταία μου μέρα στη Σουαζιλάνδη. Αύριο φεύγω για άλλες πολιτείες, αλλά κάπου νιώθω ότι θα μου λείψει αυτό το μέρος. Όχι, δε θα έλεγα ότι με βοήθησε να γαληνέψω, η τελευταία φορά εξάλλου που πραγματικά εκνευρίστηκα ήταν έξη μήνες πριν, αλλά να, συμπάθησα τους ανθρώπους εδώ και πιστεύω ότι κάτι μου πρόσφεραν με τον τρόπο τους, αν και δεν μπορώ να πω ακριβώς τι είναι αυτό.
Όπως και νάχει, αυτό το μέρος του ταξιδιού φτάνει στο τέλος του. Ας δούμε τι θα μας φέρει η επόμενη μέρα...