Κυριακή, Αυγούστου 06, 2006

Μοζαμβίκη, αγάπη μου!

Σάββατο 5 Αυγούστου

«Επιτέλους», τα κατάφερα και έφυγα από το Μπαμπάνε και τη Σουαζιλάνδη. Όλα μου φώναζαν να φύγω, δηλαδή, και είπα να υπακούσω. Ποια είναι αυτά τα όλα; Από το πρωί δεν είχαμε νερό και ηλεκτρισμό, οι άνεμοι λυσσομανούσαν και οι σκέψεις με παίδευαν. «Δε γίνεται να έχεις έρθει μέχρι εδώ κάτω, και να μην προσπαθήσεις να δεις κι άλλους τόπους...» μου έλεγε ο κύριος εαυτός μου.
Δίκιο είχε και έτσι ακολούθησα τις προτροπές του. Πρωί-πρωί ξύπνησα, πρωί-πρωί ήπια τον καφέ μου, πρωί-πρωί κίνησα με τα πόδια για το σταθμό απ’ όπου θα έπαιρνα το λεωφορείο που θα με έπαιρνε στο Μανζίνι κι από κει ένα άλλο που θα με έφερνε στο Μαπούτο.
Σαν ένας μικρός και ευχάριστος περίπατος μου φάνηκε η διαδρομή, μέσα στο πρωινό αγιάζι, προς το σταθμό. Εκεί μπήκα αμέσως στο λεωφορείο για το Μανζίνι, που αναχώρησε λίγο αργότερα. Στη διάρκεια της διαδρομής έκλεβα ματιές από την εφημερίδα του γείτονα, μαθαίνοντας ότι ένα μωρό έχασε τη ζωή του όταν καταπλακώθηκε από μια στέγη που παρέσυρε η ανεμοθύελλα στο πέρασμά της.
Στο Μανζίνι έπρεπε να περιμένω αρκετή ώρα μέχρι να γεμίσει το δεκαεξαθέσιο για να φύγουμε. Φωνακλάδες καθώς είναι οι σουαζιλανδοί και οι μοναμβικανοί έδιναν στο χώρο ένα ιδιαίτερο χρώμα, ιδιαίτερα εκείνοι που άλλαζαν συνάλλαγμα παράνομα, πλην μπροστά στα μάτια των αστυνομικών. Περιττό να πω – σιγά να μην το παρέλειπα – ότι ήμουνα και πάλι ο μοναδικός λευκός στο λεωφορείο.
Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ, σιγά-σιγά και στριμωγμένα ξεκινήσαμε. Η διαδρομή δεν είχε να επιδείξει τίποτα το συνταρακτικό: τα συνηθισμένα παραδοσιακά σπίτια, τα συνήθη παζάρια, οι συνήθεις ήχοι. Σαν φτάσαμε, όμως στα σύνορα με τη Μοζαμβίκη, τα πράγματα άλλαξαν. Κατεβήκαμε από το λεωφορείο, περάσαμε από το έλεγχο διαβατηρίων της Σουαζιλάνδης και περπατήσαμε μέχρι τον αντίστοιχο της Μοζαμβίκης. Εκεί, καθώς συμπληρώναμε ένα έγγραφο, είδα μια ανακοίνωση στον τοίχο που έγραφε ότι έπρεπε να πληρώσουμε πέντε δολάρια φόρο εισόδου και παρ’ ολίγον να μείνω στον τόπο (εντάξει, υπερβολές). Γιατί; Μα επειδή δεν είχα τόσα χρήματα μαζί μου. Ξόδεψα σχεδόν όλα τα μετρητά που είχα στο Μπαμπάνε και δεν πήρα άλλα από την τράπεζα αφού σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να το κάνω εδώ στο Μαπούτο. Τελικά μου ζήτησαν δώδεκα μόλις ραντ, τα οποία ευτυχώς είχα, και πήγε η καρδιά μου στον τόπο τους. Μου περίσσεψε περίπου και ενάμισι ευρώ.
Με το που μπήκαμε στη Μοζαμβίκη ένιωσα στ’ αλήθεια ότι έμπαινα σε μια άλλη χώρα. Πολύ διαφορετική η γεωγραφία της, με πολλά και πιο ψηλά βουνά, με μεγαλύτερα και περισσότερα ποτάμια και το πιο σημαντικό, ίσως, με διαφορετική γλώσσα. Εδώ τα πορτογαλικά είναι ο κανόνας. Τρεις φορές μας σταμάτησαν για έλεγχο των αποσκευών οι τελωνειακοί – ακόμη και όταν βρισκόμασταν βαθιά μέσα στη χώρα – ανησυχώντας προφανώς ότι κάποιος θα μετέφερε χόρτο από τη Σουαζιλάνδη, που είναι πιο καλό και πιο φτηνό, ενώ και οι «συναλλαγματίες» μας περικύκλωναν σε όλα τα σημαντικά σταυροδρόμια.
Κάποτε, μέσ’ στο ψιλόβροχο, φτάσαμε στο Μαπούτο. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα στην πόλη ήταν αποθαρρυντική. Σκουπιδότοπο θύμιζε ο σταθμός των λεωφορείων. Κάποιος, ταξιτζής προφανώς, με πλησίασε και με ρώτησε που θα πήγαινα: «Στην τράπεζα,» του απάντησα κι έμεινε να με κοιτά απορημένος. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να πιστέψει κανείς την αλήθεια; Φορτώθηκα, λοιπόν, το σακίδιο και κίνησα να βρω το χρήμα και το πεπρωμένο μου. Και όσο περπατούσα, τόσο η πρώτη εικόνα που αντίκρισα στο σταθμό ξεθώριαζε. «Έχει τις ομορφιές του το Μαπούτο,» σκεφτόμουνα, καθώς έψαχνα να βρω το πανδοχείο της «Φατιμάς» όπου θα έμενα. Στο χάρτη φαινότανε πολύ κοντά στο σταθμό, αλλά δεν. Χάνοντας και ξαναβρίσκοντας το δρόμο μου, περπατώντας σαν να έζησα εδώ όλη μου τη ζωή, αλλά και ζητώντας που και που οδηγίες, κάποτε έφτασα στον προορισμό μου. Σύμφωνα με τον εσωτερικό μου μετρητή, θα περπάτησα επτά χιλιόμετρα με είκοσι δύο κιλά βάρος στην πλάτη (περιλαμβανομένου του υπολογιστή και της αρκετά βαριάς φωτογραφικής μηχανής... να εξηγιόμαστε). Και τι είδα εκεί; Τίποτα στ’ αλήθεια, αφού δεν είχαν δωμάτια άδεια. «Πάντα γεμίζουμε τα τριήμερα,» μου εξήγησαν, κάτι που δε μου φάνηκε παράξενο, αφού κι οι εθελοντές από τη Σουαζιλάνδη πάντα εδώ έρχονται για να διασκεδάσουν. Δοκίμασα την τύχη μου και στο «Κεντρικό», αλλά μου έδωσαν την ίδια απάντηση. Μέχρι τότε ένιωθα πολύ-πολύ κουρασμένος, κι αν δεν έβρισκα κάτι σύντομα θα εκνευριζόμουν και πολύ πιθανόν να έφευγα αμέσως από την πόλη (το έκανα μια φορά στην Κέρκυρα και δυο στην Πάρο), γι’ αυτό και αποφάσισα να αναζητήσω κάτι το πολυτελές (εδώ γελάμε). Πήρα, λοιπόν, ένα ταξί και του ζήτησα να με πάει στο Κόστα ντο Σολ. Είναι ένα από τα ξενοδοχεία που ανήκουν στη μέση και όχι στη χαμηλή κατηγορία καταλυμάτων και βρίσκεται στον παραλιακό δρόμο του Μαπούτο. Φτάνοντας εκεί, δηλαδή εδώ, μου είπαν ότι όλα τα δωμάτια με θέα είναι κατειλημμένα, ωστόσο, θα μπορούσα να πάρω ένα δωμάτιο στην γειτονική αυλή, όπως και έκανα. Πληρώνοντας, λοιπόν, εικοσιπέντε περίπου ευρώ την ημέρα, μένω σ’ ένα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι, τηλεόραση και αεροκατάσταση. Καθόλου άσχημα.
Αργά το απόγευμα είπα να βγω για μια βόλτα και έπεσα πάνω σε γάμο. Ένα νιόπαντρο ζευγάρι ήρθε για φωτογράφηση εδώ στην παραλία και κάποιοι που τους συνόδευαν χόρευαν και τραγουδούσαν. Όμορφοι ήχοι, όμορφος κόσμος. Η παραλία μαγευτική. Τα νερά τραβήχτηκαν στη θάλασσα και ντόπιοι και ξένοι έκοβαν τις βόλτες τους μέχρι και πεντακόσια μέτρα προς τα μέσα. Σκηνές που μου θύμισαν το πρώτο ονειρικό ταξίδι στην Ταϊλάνδη και το Κο Σαμούι. Αφού τριγύρισα για αρκετή ώρα και έβγαλα και τις φωτογραφίες μου, πεινασμένος καθώς ήμουν κίνησα για την πόλη. Και περπάτησα άλλα έξη χιλιόμετρα, φτάνοντας μέχρι τις παρυφές της, εκεί όπου βρίσκεται το καζίνο, αλλά και το πιο διάσημο, όπως ακούγεται, κλαμπ της Μοζαμβίκης, το Coconuts. Κάθισα σε μια μπυραρία που σερβίρει και φαγητό και είπα να δοκιμάσω μια μπριζόλα και τις ντόπιες μπύρες. Εύγευστη η μπριζόλα, αφού την έκανα... ταϊλανδέζικη. Βλέπετε, μόλις παράγγειλα το φαγητό, μου έφεραν ένα μπολάκι με ψιλοκομμένα πιπέρια. Αντικρίζοντάς τα, πήρα το δαιμονικό μου ύφος και τους ρώτησα αν έχουν λάδι ψαριού και σκόρδο. Μου απάντησαν θετικά και σε λίγο τα είχα στα χέρια μου. Πήρα, λοιπόν, να φτιάχνω το αγαπημένο μου ταϊλανδέζικο σος, κάτω από τις απορημένες ματιές τους. Όταν έφτασε η μπριζόλα, την ψιλόκοψα κι αυτήν, την ανέμιξα με το ρύζι, έριξα από πάνω το πικάντικο σος και για λίγο βρέθηκα στην αγαπημένη μου Τσιανγκ Μάι!
Όσο για τις μπύρες, δοκίμασα Λαυρεντίνα και 2Μ. Και οι δύο καλές, αλλά κάπως αδύνατες για ένα πότη των κυβικών μου.
Λίγο μετά τις δέκα και αγνοώντας τις προειδοποιήσεις ότι το βράδυ πρέπει να κυκλοφορεί κανείς μόνο με ταξί (αν δε δείχνεις φόβο, δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς, λέω εγώ), πήρα τα πόδια μου και πάλι και κίνησα για το δωμάτιό μου. Στη διάρκεια της διαδρομής δε με ενόχλησε σχεδόν κανείς. Όταν με πλησίασαν κάποιες πόρνες ρωτώντας αν θα ήθελα να έρθουν μαζί μου, τους απάντησα με χαμόγελο, «όχι, ευχαριστώ», και με άφησαν στην ησυχία μου...