Σάββατο 29 Ιουλίου
Σ’ αυτό έχει αρχίσει να μετατρέπεται σιγά-σιγά το Μπαμπάνε (όπως το αποκαλούν οι κάτοικοι, και όχι το Μαμπαμπάνε όπως γράφεται). Ένα σπίτι μακριά απ’ το σπίτι, αυτή τη φορά στην Αφρική, όπως ήταν – αλλά όχι ακριβώς – η Τσιανγκ Μάι στην Ασία.
Μου αρέσουν οι αργοί ρυθμοί της ζωής εδώ, μου αρέσει ότι δε θυμίζει – πέρα από τα δύο εμπορικά κέντρα – σε τίποτα τη δύση, μου αρέσει που η φτώχεια εδώ δεν είναι διάχυτη (αν και υπάρχει) και τέλος, μου αρέσει επειδή εδώ συναντώ πολλά άτομα με τα οποία μοιραζόμαστε λίγο πολύ τις ίδιες απόψεις και εμπειρίες.
Τα τελευταία δύο βράδια στο μπαράκι του Γκρίφτερς μοιραστήκαμε πολλές ιστορίες, μιλήσαμε για βιώματα, ανταλλάξαμε απορίες, ένα κορίτσι δάκρυσε μπροστά από τη φωτιά του μπράι μιλώντας μου για τον καλύτερό της φίλο στη Βόρεια Καρολίνα που κάποιος πυροβόλησε και σκότωσε, χωρίς καμιά αιτία («Αυτές οι δύο σφαίρες, σα να σκότωσαν και μένα. Μ’ έβγαλαν από τις ψευδαισθήσεις μου. Και για να πω την αλήθεια με έκαναν αυτή που είμαι. Αλλά, γαμώτο, ήταν ανάγκη να πεθάνει. Ποιος διεστραμμένος εγκέφαλος εφηύρε τα όπλα; Γιατί;»)
Α, ναι, είναι και το τζάκι. Χειμώνας εδώ και αν και εγώ είμαι συνεχώς με το κοντό παντελόνι οι άλλοι κρυώνουν. Και ανάβουν το τζάκι. Και αν δεν βλέπουν τηλεόραση (ουφ), κάθονται μπροστά από τη φωτιά και λένε ιστορίες.
Υπολόγιζα να μείνω εδώ για δύο μέρες, έφτασα ήδη τις τέσσερις και μάλλον θα πάω μέχρι και τις εφτά. Αύριο υπάρχει κάποιου είδους πανήγυρη με χορούς και τραγούδια, σε κάποια άλλη, όχι πολύ μακρινή πόλη, την οποία μάλλον θα τιμήσω με την αδαή παρουσία μου, και τη Δευτέρα υπολογίζω να επισκεφθώ κάποιο Πάρκο Ζώων (Game Reserve), τριάντα χιλιόμετρα από δω. Από Τρίτης ίσως κινήσω για το Λεσόθο, ίσως και όχι.
Πάντως όλοι μου λένε ότι καλό θα ήταν αν ήμουνα εδώ τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, όταν θα πραγματοποιηθεί μια μεγάλη γιορτή, οργανωμένη από τη Βασίλισσα Μαμά (Queen Mother), στη διάρκεια της οποίας θα πέσει πολύς χορός και τραγούδι και θα ρέει άφθονη η μπύρα. Η γιορτή αυτή διοργανώνεται κάθε χρόνο, για δύο βδομάδες, με αποκορύφωμα τις μέρες της Πανσέληνου του Σεπτεμβρίου, και σκοπός της είναι – αν θέλει – ο βασιλιάς, να διαλέξει κάποια νέα νύμφη από τις παρθένες που μαζεύονται εκεί. Συνήθως θέλει και παραθέλει ο... πλεϊμπόι (φτάνει να δει κανείς τις φωτογραφίες του για να καταλάβει τι εννοώ), αφού μέχρι σήμερα μετρά δεκατέσσερις γυναίκες.
Κατά τα άλλα, μάλλον θα πρέπει να σταματήσω να κάνω σχέδια, αφού όλα ανατρέπονται, κάθε μέρα που περνά. Καλύτερα θα ήταν αν τα άφηνα όλα στην τύχη και στον αυθορμητισμό – για να μη χάνω και τον ύπνο μου – αφού έτσι κι αλλιώς τα στοιχεία αυτά είναι που ορίζουν τη ζωή μου.
Κυριακή, Ιουλίου 30, 2006
Στο Μαμπαμπάνε
Πέμπτη 27 Ιουλίου
Πολίχνη περισσότερο θυμίζει το Μαμπαμπάνε. Μισή μέρα χρειάζεται κανείς για να το γυρίσει με τα πόδια, κι εγώ το έχω ήδη κάνει. Πέρασα από αγορές και πάρκα, ανέβηκα σε ανηφόρες και ξανακατέβηκα, περπάτησα σε γειτονιές που έμοιαζαν παραδομένες σε μια μόνιμη σιέστα. Αλλά, το Μαμπαμπάνε, δεν είναι χωριό. Οι ογδόντα χιλιάδες μόνιμοι κάτοικοί του είναι αρκετοί ώστε να ανθίσουν εδώ κάθε είδους επιχειρήσεις. Η τουριστική της βιομηχανία δε μοιάζει ανεπτυγμένη, αλλά αυτό δεν είναι και τόσο κακό. Ίσως για κάποια control freaks η κατάσταση να μοιάζει τριτοκοσμική, αλλά για τον ανεξάρτητο ταξιδιώτη, τα πράγματα δε θα μπορούσαν να είναι καλύτερα, αφού υπό τις παρούσες συνθήκες του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει τη χώρα όσο καλύτερα μπορεί όποτε και με όποιο ρυθμό θέλει.
Υπερβολικά ήσυχη χώρα φαντάζει στα μάτια μου η Σουαζιλάνδη. Καμία σχέση με τη Νότιο Αφρική (όσο είδα απ’ αυτή – δηλαδή σχεδόν τίποτα), αλλά κάπου μοιάζει με τη Ζιμπάμπουε. Είναι αυτή η νωχέλεια που διακρίνει κανείς παντού, είναι το ότι δε σε ενοχλεί σχεδόν κανείς στο δρόμο, είναι αυτή η αίσθηση που μεταδίδει στον επισκέπτη ότι βρίσκεται κάπου αλλού, σ’ ένα παράλληλο κόσμο, όπου δεν οφείλει να ακολουθεί τους ρυθμούς της ζωής, αλλά εκείνη να ακολουθεί τους δικούς του. Κανείς δε βιάζεται, κανείς δεν αγχώνεται, όλοι δείχνουν πρόθυμοι να βοηθήσουν κάποιο που έχει χάσει το δρόμο του.
Να, ακόμη και στο πανδοχείο όταν ζητώ πληροφορίες για να πάω εδώ κι εκεί, ποτέ δεν προσπαθούν να μου πουλήσουν κάποια εκδρομή ή να τηλεφωνήσουν σε ταξί, από το οποίο πολύ πιθανόν να έπαιρναν προμήθεια. Απλά απαντούν στις ερωτήσεις μου και προσπαθούν να βοηθήσουν με κάθε τρόπο. Και είναι υπερβολικά ευγενικοί. Όταν ξυπνάς το πρωί και πηγαίνεις στην κουζίνα και βλέπεις εκεί τον ιδιοκτήτη (ένα λευκό που παντρεύτηκε κολοράτη – έγχρωμη, σε greeklish Zimbabwe) και του λες: “Good morning! How are you?” Και σου απαντάει: “Good morning. Splendid! And you?” δεν μπορεί, η μέρα σου θα πάει καλά (αυτό μου θυμίζει αθάνατη ελληνική... φιλοξενία. Χειμώνας του 2003 στη Σύρο. Εγώ: Καλημέρα! Δωματϊάς: Που την είδες;).
Πολίχνη περισσότερο θυμίζει το Μαμπαμπάνε. Μισή μέρα χρειάζεται κανείς για να το γυρίσει με τα πόδια, κι εγώ το έχω ήδη κάνει. Πέρασα από αγορές και πάρκα, ανέβηκα σε ανηφόρες και ξανακατέβηκα, περπάτησα σε γειτονιές που έμοιαζαν παραδομένες σε μια μόνιμη σιέστα. Αλλά, το Μαμπαμπάνε, δεν είναι χωριό. Οι ογδόντα χιλιάδες μόνιμοι κάτοικοί του είναι αρκετοί ώστε να ανθίσουν εδώ κάθε είδους επιχειρήσεις. Η τουριστική της βιομηχανία δε μοιάζει ανεπτυγμένη, αλλά αυτό δεν είναι και τόσο κακό. Ίσως για κάποια control freaks η κατάσταση να μοιάζει τριτοκοσμική, αλλά για τον ανεξάρτητο ταξιδιώτη, τα πράγματα δε θα μπορούσαν να είναι καλύτερα, αφού υπό τις παρούσες συνθήκες του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει τη χώρα όσο καλύτερα μπορεί όποτε και με όποιο ρυθμό θέλει.
Υπερβολικά ήσυχη χώρα φαντάζει στα μάτια μου η Σουαζιλάνδη. Καμία σχέση με τη Νότιο Αφρική (όσο είδα απ’ αυτή – δηλαδή σχεδόν τίποτα), αλλά κάπου μοιάζει με τη Ζιμπάμπουε. Είναι αυτή η νωχέλεια που διακρίνει κανείς παντού, είναι το ότι δε σε ενοχλεί σχεδόν κανείς στο δρόμο, είναι αυτή η αίσθηση που μεταδίδει στον επισκέπτη ότι βρίσκεται κάπου αλλού, σ’ ένα παράλληλο κόσμο, όπου δεν οφείλει να ακολουθεί τους ρυθμούς της ζωής, αλλά εκείνη να ακολουθεί τους δικούς του. Κανείς δε βιάζεται, κανείς δεν αγχώνεται, όλοι δείχνουν πρόθυμοι να βοηθήσουν κάποιο που έχει χάσει το δρόμο του.
Να, ακόμη και στο πανδοχείο όταν ζητώ πληροφορίες για να πάω εδώ κι εκεί, ποτέ δεν προσπαθούν να μου πουλήσουν κάποια εκδρομή ή να τηλεφωνήσουν σε ταξί, από το οποίο πολύ πιθανόν να έπαιρναν προμήθεια. Απλά απαντούν στις ερωτήσεις μου και προσπαθούν να βοηθήσουν με κάθε τρόπο. Και είναι υπερβολικά ευγενικοί. Όταν ξυπνάς το πρωί και πηγαίνεις στην κουζίνα και βλέπεις εκεί τον ιδιοκτήτη (ένα λευκό που παντρεύτηκε κολοράτη – έγχρωμη, σε greeklish Zimbabwe) και του λες: “Good morning! How are you?” Και σου απαντάει: “Good morning. Splendid! And you?” δεν μπορεί, η μέρα σου θα πάει καλά (αυτό μου θυμίζει αθάνατη ελληνική... φιλοξενία. Χειμώνας του 2003 στη Σύρο. Εγώ: Καλημέρα! Δωματϊάς: Που την είδες;).
Καλησπέρα Σουαζιλάνδη
Τετάρτη 26 Ιουλίου
Ξύπνησα από τις εξήμισι το πρωί, ο αδαής, μήπως και χάσω το λεωφορείο. Ψέματα λέω, ξύπνησα επειδή ήθελα να ξυπνήσω: για να ετοιμαστώ με την ησυχία μου, να πιω τον καφέ μου, να ψάξω λίγο τη βιβλιοθήκη του πανδοχείου.
Καθώς καθόμουνα, λοιπόν, και έπινα τον καφέ μου διαβάζοντας στο σαλόνι, νάσου και εισέρχεται μια γυναίκα, περίπου στην ηλικία μου. Κάπου χάρηκα, αφού την προηγούμενη νύχτα, που γνώρισα κάποιους από τους υπόλοιπους θαμώνες, ένιωσα παππούς.
Ιταλίδα η Φρανκέσκα, από το Μιλάνο, ήρθε μόνο για τρεις βδομάδες στην Αφρική, και ήταν με μεγάλη της λύπη που θα έφευγε, έλεγε, αφού ο χρόνος κύλησε χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει. «Ώρες-ώρες σκέφτομαι να τα παρατήσω όλα,» μου είπε, αλλά βιάστηκε να προσθέσει: «Φυσικά, όμως, δε θα το κάνω!»
Μετά από λίγο την αποχαιρέτησα και βγήκα έξω για να περιμένω το λεωφορείο. Εκεί συνάντησα μια αμερικανίδα, τη Μπρέντα από την Καλιφόρνια, η οποία δούλεψε για μερικές βδομάδες σαν εθελόντρια σε κάποιο βιολογικό πάρκο. Μιλήσαμε, όσο μας επέτρεπε ο χρόνος, για τις ζωές και τα σχέδιά μας και όταν της είπα ότι σκόπευα να επισκεφθώ το Ιράν προτού το βομβαρδίσει ο Μπους, χαμογέλασε με συγκατάβαση.
Γύρω στις οκτώ ήρθε και μας παράλαβε ένα αυτοκίνητο που θα μας έπαιρνε στο Γιοχάνεσμπουργκ, από όπου θα αναχωρούσε το λεωφορείο για τη Σουαζιλάνδη.
Όταν φτάσαμε εκεί με περίμενε μια μικρή έκπληξη: Στην αυλή του πανδοχείου, δίπλα από το αεροδρόμιο, από όπου θα ξεκινούσαμε υπήρχε ένα μικρό εικονοστάσι πάνω στο οποίο αναγραφόταν το ακόλουθο: «Αγία Τριάς»!
Κάποτε πήρα το λεωφορείο (η Μπρέντα θα πήγαινε στο Ντουρμπάνι – Durban – greeklish Zimbabwe) και κίνησα. Πιάσαμε την κουβέντα με ένα λευκό από τη Σουαζιλάνδη, που δεν έχανε την ευκαιρία να τα χώσει στο βασιλιά της χώρας του (Το τελευταίο του κατόρθωμα: Αγόρασε ιδιωτικό αεροπλάνο, η αξία του οποίου έφτανε το 38% του ακαθόριστου προϊόντος της χώρας).
Η διαδρομή μας πήγε στο Witbank, μετά στο Nelsruit κι από κει στα σύνορα της Νοτίου Αφρικής με τη Σουαζιλάνδη. Μεταξύ των δύο πρώτων βρίσκεται και η φάρμα του Τζ. Μ. Κούτσι, την οποία είδα καθώς περνούσαμε, αλλά δεν κατέβηκα να πω ένα γεια, επειδή αν μ’ έβλεπε μπορεί να πάθαινε τίποτα απ’ τη χαρά του.
Πάντως, το λέω ακόμη μία φορά, το πόσο οργανωμένη είναι αυτή η χώρα είναι κάτι το απίστευτο. Ταξίδεψα για ώρες και ώρες με το λεωφορείο και παντού είδα σημάδια ζωής και όχι αποσύνθεσης όπως στη Ζιμπάμπουε. Οι φάρμες καλοδιατηρημένες, τα κτήρια σε άψογη κατάσταση, μαύροι και λευκοί να μοιράζονται όλες τις δουλειές (και εννοώ ΟΛΕΣ).
Στη διάρκεια της διαδρομής, επίσης, το πήρα απόφαση ότι αυτή είναι η χώρα της ταμπέλας. Υπάρχουν ταμπέλες παντού, για το καθετί, τόσες πολλές που χάνει κανείς το λογαριασμό. Μια που θυμάμαι με έκπληξη έλεγε: «Για τα επόμενα 46 χιλιόμετρα θα κυλάει δίπλα σας ο ποταμός Ελάντ» (Δεν υπήρχε ανάλογο όνομα ποταμιού στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών»; Ρωτώ επειδή στη χώρα αυτή υπάρχουν και Oliphants!”)
Στα σύνορα φτάσαμε γύρω στις τέσσερις το απόγευμα. Κι ενώ την προηγούμενη μέρα χρειάστηκα μιάμιση σχεδόν ώρα μέχρι να περάσω από τη Ζιμπάμπουε στη Νότιο Αφρική, μόνο δέκα λεπτά και μια άρνηση (να αγοράσω θήκη για το διαβατήριο από τη δημόσια υπάλληλο που μου το σφράγιζε) μου πήρε για να μπω στη Σουαζιλάνδη.
Στις πεντέμισι βρέθηκα στη Μαμπαμπάνε (Mbabane), την πρωτεύουσα της μικρής αυτής χώρας και κατέλυσα σε μια... καλύβα (Chalet) που κοιμίζει έξη άτομα, αλλά την οποία νοίκιασα σαν προσωπικό δωμάτιο, στην τιμή ενός μόνο κρεβατιού.
Μισή ώρα μετά ήμουν ξανά στο δρόμο με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης, αφού κοντά στο Grifters (το πανδοχείο), δεν υπάρχουν εστιατόρια ή υπεραγορές ή οτιδήποτε. Η απόσταση δεν είναι και πολύ μακρινή, δύο μόλις χιλιόμετρα, έτσι δε μου πήρε και πολλή χρόνο να φτάσω εκεί. Κάθισα και έφαγα κοτόπουλο με κάρυ σ’ ένα κινέζικο, αγόρασα κάποια πράγματα από μια υπεραγορά και μπύρες από το «εκτός άδειας» και κίνησα και πάλι για το «σπίτι».
Το βράδυ το ξόδεψα πίνοντας μπύρες (υπέροχη, υπέροχη Castle Milk Stout, καλή Castle Lager, καλή Windhock) και βλέποντας ταινίες με τρεις αμερικανίδες (εθελόντριες σε προγράμματα για το έιτς και τον αναλφαβητισμό – είναι η ιδέα μου ή ο... εχθρός παράγει πολλούς εθελοντές; Πολύ περισσότερους απ’ ότι οι «φίλοι»...) και ένα ζευγάρι νοτιοαφρικανών.
Ξύπνησα από τις εξήμισι το πρωί, ο αδαής, μήπως και χάσω το λεωφορείο. Ψέματα λέω, ξύπνησα επειδή ήθελα να ξυπνήσω: για να ετοιμαστώ με την ησυχία μου, να πιω τον καφέ μου, να ψάξω λίγο τη βιβλιοθήκη του πανδοχείου.
Καθώς καθόμουνα, λοιπόν, και έπινα τον καφέ μου διαβάζοντας στο σαλόνι, νάσου και εισέρχεται μια γυναίκα, περίπου στην ηλικία μου. Κάπου χάρηκα, αφού την προηγούμενη νύχτα, που γνώρισα κάποιους από τους υπόλοιπους θαμώνες, ένιωσα παππούς.
Ιταλίδα η Φρανκέσκα, από το Μιλάνο, ήρθε μόνο για τρεις βδομάδες στην Αφρική, και ήταν με μεγάλη της λύπη που θα έφευγε, έλεγε, αφού ο χρόνος κύλησε χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει. «Ώρες-ώρες σκέφτομαι να τα παρατήσω όλα,» μου είπε, αλλά βιάστηκε να προσθέσει: «Φυσικά, όμως, δε θα το κάνω!»
Μετά από λίγο την αποχαιρέτησα και βγήκα έξω για να περιμένω το λεωφορείο. Εκεί συνάντησα μια αμερικανίδα, τη Μπρέντα από την Καλιφόρνια, η οποία δούλεψε για μερικές βδομάδες σαν εθελόντρια σε κάποιο βιολογικό πάρκο. Μιλήσαμε, όσο μας επέτρεπε ο χρόνος, για τις ζωές και τα σχέδιά μας και όταν της είπα ότι σκόπευα να επισκεφθώ το Ιράν προτού το βομβαρδίσει ο Μπους, χαμογέλασε με συγκατάβαση.
Γύρω στις οκτώ ήρθε και μας παράλαβε ένα αυτοκίνητο που θα μας έπαιρνε στο Γιοχάνεσμπουργκ, από όπου θα αναχωρούσε το λεωφορείο για τη Σουαζιλάνδη.
Όταν φτάσαμε εκεί με περίμενε μια μικρή έκπληξη: Στην αυλή του πανδοχείου, δίπλα από το αεροδρόμιο, από όπου θα ξεκινούσαμε υπήρχε ένα μικρό εικονοστάσι πάνω στο οποίο αναγραφόταν το ακόλουθο: «Αγία Τριάς»!
Κάποτε πήρα το λεωφορείο (η Μπρέντα θα πήγαινε στο Ντουρμπάνι – Durban – greeklish Zimbabwe) και κίνησα. Πιάσαμε την κουβέντα με ένα λευκό από τη Σουαζιλάνδη, που δεν έχανε την ευκαιρία να τα χώσει στο βασιλιά της χώρας του (Το τελευταίο του κατόρθωμα: Αγόρασε ιδιωτικό αεροπλάνο, η αξία του οποίου έφτανε το 38% του ακαθόριστου προϊόντος της χώρας).
Η διαδρομή μας πήγε στο Witbank, μετά στο Nelsruit κι από κει στα σύνορα της Νοτίου Αφρικής με τη Σουαζιλάνδη. Μεταξύ των δύο πρώτων βρίσκεται και η φάρμα του Τζ. Μ. Κούτσι, την οποία είδα καθώς περνούσαμε, αλλά δεν κατέβηκα να πω ένα γεια, επειδή αν μ’ έβλεπε μπορεί να πάθαινε τίποτα απ’ τη χαρά του.
Πάντως, το λέω ακόμη μία φορά, το πόσο οργανωμένη είναι αυτή η χώρα είναι κάτι το απίστευτο. Ταξίδεψα για ώρες και ώρες με το λεωφορείο και παντού είδα σημάδια ζωής και όχι αποσύνθεσης όπως στη Ζιμπάμπουε. Οι φάρμες καλοδιατηρημένες, τα κτήρια σε άψογη κατάσταση, μαύροι και λευκοί να μοιράζονται όλες τις δουλειές (και εννοώ ΟΛΕΣ).
Στη διάρκεια της διαδρομής, επίσης, το πήρα απόφαση ότι αυτή είναι η χώρα της ταμπέλας. Υπάρχουν ταμπέλες παντού, για το καθετί, τόσες πολλές που χάνει κανείς το λογαριασμό. Μια που θυμάμαι με έκπληξη έλεγε: «Για τα επόμενα 46 χιλιόμετρα θα κυλάει δίπλα σας ο ποταμός Ελάντ» (Δεν υπήρχε ανάλογο όνομα ποταμιού στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών»; Ρωτώ επειδή στη χώρα αυτή υπάρχουν και Oliphants!”)
Στα σύνορα φτάσαμε γύρω στις τέσσερις το απόγευμα. Κι ενώ την προηγούμενη μέρα χρειάστηκα μιάμιση σχεδόν ώρα μέχρι να περάσω από τη Ζιμπάμπουε στη Νότιο Αφρική, μόνο δέκα λεπτά και μια άρνηση (να αγοράσω θήκη για το διαβατήριο από τη δημόσια υπάλληλο που μου το σφράγιζε) μου πήρε για να μπω στη Σουαζιλάνδη.
Στις πεντέμισι βρέθηκα στη Μαμπαμπάνε (Mbabane), την πρωτεύουσα της μικρής αυτής χώρας και κατέλυσα σε μια... καλύβα (Chalet) που κοιμίζει έξη άτομα, αλλά την οποία νοίκιασα σαν προσωπικό δωμάτιο, στην τιμή ενός μόνο κρεβατιού.
Μισή ώρα μετά ήμουν ξανά στο δρόμο με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης, αφού κοντά στο Grifters (το πανδοχείο), δεν υπάρχουν εστιατόρια ή υπεραγορές ή οτιδήποτε. Η απόσταση δεν είναι και πολύ μακρινή, δύο μόλις χιλιόμετρα, έτσι δε μου πήρε και πολλή χρόνο να φτάσω εκεί. Κάθισα και έφαγα κοτόπουλο με κάρυ σ’ ένα κινέζικο, αγόρασα κάποια πράγματα από μια υπεραγορά και μπύρες από το «εκτός άδειας» και κίνησα και πάλι για το «σπίτι».
Το βράδυ το ξόδεψα πίνοντας μπύρες (υπέροχη, υπέροχη Castle Milk Stout, καλή Castle Lager, καλή Windhock) και βλέποντας ταινίες με τρεις αμερικανίδες (εθελόντριες σε προγράμματα για το έιτς και τον αναλφαβητισμό – είναι η ιδέα μου ή ο... εχθρός παράγει πολλούς εθελοντές; Πολύ περισσότερους απ’ ότι οι «φίλοι»...) και ένα ζευγάρι νοτιοαφρικανών.
Σάββατο, Ιουλίου 29, 2006
Καλημέρα Νότια Αφρική
Τρίτη 25 Ιουλίου
Στις οκτώ το βράδυ της Δευτέρας έφυγα από τη Χαράρε με προορισμό την Πρετόρια, ένα ταξίδι δεν ξέρω πόσων χιλιομέτρων, αλλά τουλάχιστον δεκάξι ωρών.
Στο λεωφορείο ήμουνα ο μόνος λευκός, και ευτυχώς γι’ αυτό, επειδή αν υπήρχε κι άλλος πολύ πιθανόν να προσπαθούσε να μου μιλήσει κι εγώ βαριέμαι. Όπως και νάχει, κάθισα με μια λίγο χοντρούλα ζιμπαμπουανή, πολύ-πολύ ευγενική, η οποία κάθε λίγο με κερνούσε πατατάκια, αλλά δεν έπαιρνα πάντα.
Η διαδρομή μακρινή, οι ώρες ατέλειωτες, αλλά κάπου ένιωθα πολύ καλά. Την ίδια ώρα, ωστόσο, κάπου έμπαινε μέσα μου «ο δαίμονας». Ήμουν κουρασμένος, νυσταγμένος και ανυπόμονος. Που και που γλιστρούσε στο μυαλό μου η ιδέα να τα παρατήσω όλα και να πάω... σπίτι μου, αλλά σύντομα συνερχόμουν.
Τέλος πάντων, κάποτε περάσαμε από το Μασβίγκο, κάποτε φτάσαμε στο Μπέιτμπριτζ, κάποτε περάσαμε τον έλεγχο διαβατηρίων και λίγο πριν την αυγή πατήσαμε Νότιο Αφρική. Άλλες επτά ώρες θα κρατούσε η διαδρομή και όσο ξημέρωνε τόσο περισσότερο αντιλαμβανόμουν τις διαφορές της Ζιμπάμπουε με τη Νότιο Αφρική. Για να το θέσω με απλά λόγια: η δεύτερη είναι μια ευρωπαϊκή χώρα, που απλά έχει περισσότερους μαύρους παρά λευκούς κάτοικους. Και όταν λέω ευρωπαϊκή δεν εννοώ την Ελλάδα, αλλά μια πολύ πιο εξελιγμένη εκδοχή της. Πλατιοί αυτοκινητόδρομοι, πινακίδες με οδηγίες για τις κατευθύνσεις παντού, οι αγροτικές καλλιέργειες στο φόρτε τους, όλα πολύ, μα πολύ, οργανωμένα. Και αντίθετα με τη Ζιμπάμπουε δεν είδα ούτε ένα άτομο να περπατά στους δρόμους, που αν μη τι άλλο δείχνει πόσο καλύτερη είναι η κατάσταση εδώ (κι ας η ανεργία ανέρχεται στο 20%).
Κάποτε φτάσαμε στην Πρετόρια, τη διοικητική πρωτεύουσα της χώρας. Έψαξα αμέσως μήπως και βρω κάποιο λεωφορείο για Σουαζιλάνδη, αλλά που τέτοια τύχη! (Ρώτησα και κάποιο λευκό μπάτσο, ο οποίος δεν μπορούσε να με βοηθήσει, αλλά με προειδοποίησε να προσέχω από τους κλέφτες!) Τι να κάνω, λοιπόν, κίνησα για ένα πανδοχείο. Ο ταξιτζής μου έλεγε τον πόνο του: «Από τον καιρό που έκαναν όλους τους δρόμους μονής κατεύθυνσης, δεν είναι εύκολο να ξεφύγουμε από την αστυνομία όταν μας κυνηγάει...»
Το Sharalumi είναι ένα συνηθισμένο πανδοχείο, με δωμάτια που δεν περιέχουν τίποτα περισσότερο από κάποια κρεβάτια, αλλά είναι σε πολύ κατάσταση – ειδικά αν συγκριθεί με τα αντίστοιχα καταλύματα της Ευρώπης.
Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις έκλεισα το δωμάτιο ήταν να ρωτήσω και πάλι αν υπάρχει λεωφορείο για Σουαζιλάνδη. Ο υπεύθυνος μου είπε ότι υπήρχε ένα αύριο και ένα το Σάββατο. Του είπα ότι δεν είχα καμία διάθεση να μείνω στην Πρετόρια μέχρι τότε, αλλά με έπεισε να το σκεφτώ, αφού όσο ήμουν εκεί θα μπορούσα να συμμετέχω σε κάποια από τις οργανωμένες εξορμήσεις προς το Σοβέτο και το Πάρκο Κρούγκερ. Εξάλλου, τόνισε: «Η Πρετόρια είναι πολύ όμορφη πόλη και πρέπει να τη γνωρίσεις...» «Τρεις ώρες αρκούν,» σκέφτηκα, αλλά δεν του το είπα. Και όντως, λίγη ώρα μετά κίνησα με τα πόδια για να την εξερευνήσω.
Κατέβηκα στο κέντρο με τα πόδια, μια απόσταση πέντε χιλιομέτρων. Και όντως, πολύ όμορφη πόλη η Πρετόρια: με τα παλιά της κτήρια και τα πάρκα της, με τις όμορφες πλατείες. Κι ο αδαής, δεν είχα μαζί μου τη φωτογραφική μηχανή – ποτέ δεν την έχω όταν τριγυρνώ για πρώτη φορά σε μια πόλη – και έτσι έχασα την ευκαιρία να σας μεταφέρω κάποιες εικόνες. Κάποιες εικόνες που ίσως δε θα δείτε ποτέ σ’ αυτό το μπλογκ, καθώς την ώρα που περπατούσα είχα πάρει την οριστική απόφαση να φύγω την επόμενη κιόλας μέρα από την πόλη.
Στο πανδοχείο επέστρεψα πραγματικά εξουθενωμένος μετά από μια... βόλτα δεκαοκτώ χιλιομέτρων και τριανταέξι ώρες αγρύπνιας. Στη Νότιο Αφρική είπα: Καληνύχτα!
Στις οκτώ το βράδυ της Δευτέρας έφυγα από τη Χαράρε με προορισμό την Πρετόρια, ένα ταξίδι δεν ξέρω πόσων χιλιομέτρων, αλλά τουλάχιστον δεκάξι ωρών.
Στο λεωφορείο ήμουνα ο μόνος λευκός, και ευτυχώς γι’ αυτό, επειδή αν υπήρχε κι άλλος πολύ πιθανόν να προσπαθούσε να μου μιλήσει κι εγώ βαριέμαι. Όπως και νάχει, κάθισα με μια λίγο χοντρούλα ζιμπαμπουανή, πολύ-πολύ ευγενική, η οποία κάθε λίγο με κερνούσε πατατάκια, αλλά δεν έπαιρνα πάντα.
Η διαδρομή μακρινή, οι ώρες ατέλειωτες, αλλά κάπου ένιωθα πολύ καλά. Την ίδια ώρα, ωστόσο, κάπου έμπαινε μέσα μου «ο δαίμονας». Ήμουν κουρασμένος, νυσταγμένος και ανυπόμονος. Που και που γλιστρούσε στο μυαλό μου η ιδέα να τα παρατήσω όλα και να πάω... σπίτι μου, αλλά σύντομα συνερχόμουν.
Τέλος πάντων, κάποτε περάσαμε από το Μασβίγκο, κάποτε φτάσαμε στο Μπέιτμπριτζ, κάποτε περάσαμε τον έλεγχο διαβατηρίων και λίγο πριν την αυγή πατήσαμε Νότιο Αφρική. Άλλες επτά ώρες θα κρατούσε η διαδρομή και όσο ξημέρωνε τόσο περισσότερο αντιλαμβανόμουν τις διαφορές της Ζιμπάμπουε με τη Νότιο Αφρική. Για να το θέσω με απλά λόγια: η δεύτερη είναι μια ευρωπαϊκή χώρα, που απλά έχει περισσότερους μαύρους παρά λευκούς κάτοικους. Και όταν λέω ευρωπαϊκή δεν εννοώ την Ελλάδα, αλλά μια πολύ πιο εξελιγμένη εκδοχή της. Πλατιοί αυτοκινητόδρομοι, πινακίδες με οδηγίες για τις κατευθύνσεις παντού, οι αγροτικές καλλιέργειες στο φόρτε τους, όλα πολύ, μα πολύ, οργανωμένα. Και αντίθετα με τη Ζιμπάμπουε δεν είδα ούτε ένα άτομο να περπατά στους δρόμους, που αν μη τι άλλο δείχνει πόσο καλύτερη είναι η κατάσταση εδώ (κι ας η ανεργία ανέρχεται στο 20%).
Κάποτε φτάσαμε στην Πρετόρια, τη διοικητική πρωτεύουσα της χώρας. Έψαξα αμέσως μήπως και βρω κάποιο λεωφορείο για Σουαζιλάνδη, αλλά που τέτοια τύχη! (Ρώτησα και κάποιο λευκό μπάτσο, ο οποίος δεν μπορούσε να με βοηθήσει, αλλά με προειδοποίησε να προσέχω από τους κλέφτες!) Τι να κάνω, λοιπόν, κίνησα για ένα πανδοχείο. Ο ταξιτζής μου έλεγε τον πόνο του: «Από τον καιρό που έκαναν όλους τους δρόμους μονής κατεύθυνσης, δεν είναι εύκολο να ξεφύγουμε από την αστυνομία όταν μας κυνηγάει...»
Το Sharalumi είναι ένα συνηθισμένο πανδοχείο, με δωμάτια που δεν περιέχουν τίποτα περισσότερο από κάποια κρεβάτια, αλλά είναι σε πολύ κατάσταση – ειδικά αν συγκριθεί με τα αντίστοιχα καταλύματα της Ευρώπης.
Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις έκλεισα το δωμάτιο ήταν να ρωτήσω και πάλι αν υπάρχει λεωφορείο για Σουαζιλάνδη. Ο υπεύθυνος μου είπε ότι υπήρχε ένα αύριο και ένα το Σάββατο. Του είπα ότι δεν είχα καμία διάθεση να μείνω στην Πρετόρια μέχρι τότε, αλλά με έπεισε να το σκεφτώ, αφού όσο ήμουν εκεί θα μπορούσα να συμμετέχω σε κάποια από τις οργανωμένες εξορμήσεις προς το Σοβέτο και το Πάρκο Κρούγκερ. Εξάλλου, τόνισε: «Η Πρετόρια είναι πολύ όμορφη πόλη και πρέπει να τη γνωρίσεις...» «Τρεις ώρες αρκούν,» σκέφτηκα, αλλά δεν του το είπα. Και όντως, λίγη ώρα μετά κίνησα με τα πόδια για να την εξερευνήσω.
Κατέβηκα στο κέντρο με τα πόδια, μια απόσταση πέντε χιλιομέτρων. Και όντως, πολύ όμορφη πόλη η Πρετόρια: με τα παλιά της κτήρια και τα πάρκα της, με τις όμορφες πλατείες. Κι ο αδαής, δεν είχα μαζί μου τη φωτογραφική μηχανή – ποτέ δεν την έχω όταν τριγυρνώ για πρώτη φορά σε μια πόλη – και έτσι έχασα την ευκαιρία να σας μεταφέρω κάποιες εικόνες. Κάποιες εικόνες που ίσως δε θα δείτε ποτέ σ’ αυτό το μπλογκ, καθώς την ώρα που περπατούσα είχα πάρει την οριστική απόφαση να φύγω την επόμενη κιόλας μέρα από την πόλη.
Στο πανδοχείο επέστρεψα πραγματικά εξουθενωμένος μετά από μια... βόλτα δεκαοκτώ χιλιομέτρων και τριανταέξι ώρες αγρύπνιας. Στη Νότιο Αφρική είπα: Καληνύχτα!
Αντίο Ζιμπάμπουε, αντίο... αύριο
Κυριακή 23 Ιουλίου
Να, που επιτέλους είδα ακόμη κάποια άγρια ζώα. Εννοώ πέρα από εκείνα στο Μπάλι Βον. Προτελευταία μου μέρα στη Ζιμπάμπουε σήμερα και πήγαμε με τον ξάδελφο στο Μαμπίζι (Mbizi Game Reserve) μπας και δούμε και τίποτ’ άλλο πέρα από λιοντάρια, μαϊμούδες και παπαγάλους.
Το Μαμπίζι βρίσκεται πολύ κοντά στο αεροδρόμιο της Χαράρε και καταλαμβάνει μια έκταση χιλίων εκταρίων. Πρόκειται για ιδιωτική περιουσία. Ιδιοκτήτης ένας λευκός παλιοκαιρίτης, με τα μούσια και το καπέλο του και όλα.
Τριγυρίσαμε λίγο στο χώρο του ξενώνα βγάζοντας φωτογραφίες και στη συνέχεια καβαλήσαμε την καρότσα ενός αγροτικού αυτοκινήτου και ξεκινήσαμε για ένα δήθεν σαφάρι. Η αρχή καλή, αφού προτού περάσει πολλή ώρα είδαμε κάποιες ζέβρες να κόβουν βόλτες και τους είπαμε την καλησπέρα μας. Από κει και πέρα όμως, το χάος: Ψάχναμε για μια ώρα τις καμηλοπαρδάλεις – που κάπου κρύφτηκαν οι κοντές – άλλα ζώα δε βλέπαμε, μέχρι που είπαν να μας κάνουν τη χάρη τα ιμπάλα και κάποια ελάφια κι έτσι ο κόπος μας δεν πήγε χαμένος.
Φύγαμε λίγο προτού νυχτώσει, κι αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να απολαύσω το πρώτο πραγματικό αφρικάνικο ηλιοβασίλεμα.
Η νύχτα ήσυχη, σα νοσταλγία.
Να, που επιτέλους είδα ακόμη κάποια άγρια ζώα. Εννοώ πέρα από εκείνα στο Μπάλι Βον. Προτελευταία μου μέρα στη Ζιμπάμπουε σήμερα και πήγαμε με τον ξάδελφο στο Μαμπίζι (Mbizi Game Reserve) μπας και δούμε και τίποτ’ άλλο πέρα από λιοντάρια, μαϊμούδες και παπαγάλους.
Το Μαμπίζι βρίσκεται πολύ κοντά στο αεροδρόμιο της Χαράρε και καταλαμβάνει μια έκταση χιλίων εκταρίων. Πρόκειται για ιδιωτική περιουσία. Ιδιοκτήτης ένας λευκός παλιοκαιρίτης, με τα μούσια και το καπέλο του και όλα.
Τριγυρίσαμε λίγο στο χώρο του ξενώνα βγάζοντας φωτογραφίες και στη συνέχεια καβαλήσαμε την καρότσα ενός αγροτικού αυτοκινήτου και ξεκινήσαμε για ένα δήθεν σαφάρι. Η αρχή καλή, αφού προτού περάσει πολλή ώρα είδαμε κάποιες ζέβρες να κόβουν βόλτες και τους είπαμε την καλησπέρα μας. Από κει και πέρα όμως, το χάος: Ψάχναμε για μια ώρα τις καμηλοπαρδάλεις – που κάπου κρύφτηκαν οι κοντές – άλλα ζώα δε βλέπαμε, μέχρι που είπαν να μας κάνουν τη χάρη τα ιμπάλα και κάποια ελάφια κι έτσι ο κόπος μας δεν πήγε χαμένος.
Φύγαμε λίγο προτού νυχτώσει, κι αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να απολαύσω το πρώτο πραγματικό αφρικάνικο ηλιοβασίλεμα.
Η νύχτα ήσυχη, σα νοσταλγία.
Κυριακή, Ιουλίου 23, 2006
ΟΡΓΗ!
Σε μια χώρα που θρηνεί 800 χιλιάδες θύματα του Έιτς, είδα διαφημιστική πινακίδα παραρτήματος κάποιου δόγματος, που καταδίκαζε τη χρήση προφυλακτικών, λίγο έξω από το κέντρο της Χαράρε.
Απορία: Βρε αχαρακτήριστοι, αν σας πεθάνουν όλοι οι... πιστοί, ποιους θα οδηγήσετε στο σωστό δρόμο, εκείνο της «Σωτηρίας»;
Απορία: Βρε αχαρακτήριστοι, αν σας πεθάνουν όλοι οι... πιστοί, ποιους θα οδηγήσετε στο σωστό δρόμο, εκείνο της «Σωτηρίας»;
Το ταξίδι τελείωσε, το ταξίδι αρχίζει
Έτσι νιώθω: Κάθε τέλος και αρχή. Ίσως το πιο ουσιαστικό μέρος του ταξιδιού τώρα να αρχίζει, καθώς αύριο το βράδυ φεύγω για μια πραγματικά δημοκρατική, πλην βίαια, χώρα, όπου η εγκληματικότητα αποτελεί ένα από τα αναπόσπαστα κομμάτια της πραγματικότητάς της.
Αλλά, τουλάχιστον εκεί, θα έχω περισσότερη ελευθερία κινήσεων: Θα μπορώ να πηγαίνω όπου θέλω, όποτε θέλω. Θα μπορώ να επισκεφθώ τόπους παρόμοιους μ’ αυτούς που υπάρχουν στη Ζιμπάμπουε, οι οποίοι όμως δεν έχουν την κάτω βόλτα.
Κάποιοι λένε ότι η Νότιος Αφρική δεν είναι και τόσο... Αφρική. Μοιάζει περισσότερο, υποστηρίζουν, με μια ευρωπαϊκή χώρα όπου ζουν απλά περισσότεροι μαύροι. Κι αν είναι αλήθεια, ε, και τι έγινε! Θα πάω, θα δω, θα μάθω, θα περιγράψω. Αρκετά κάθισα εδώ προσπαθώντας να κατανοήσω τα ακατανόητα, να περιγράψω τα απερίγραπτα, αν και η αλήθεια είναι ότι νιώθω κάπως παράξενα που φεύγω. Ας είναι. Όπως ήδη είπα: Σύντομα θα επιστρέψω.
Προς το παρόν ανυπομονώ να βρεθώ και πάλι στο δρόμο. Να δω νέους τόπους, νέα πρόσωπα, να γνωρίσω κάτι ακόμη από την πραγματικότητα της Αφρικής. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω σχεδόν τίποτα. Όσα περισσότερα μαθαίνω, τόσο πιο πολύ αντιλαμβάνομαι το μέγεθος της άγνοιάς μου. Οι γνώσεις δεν κατακτώνται με τα λόγια και τις καλές προθέσεις.
Θέλω φεύγοντας, μετά από μερικές βδομάδες, απ’ αυτό, το νότιο άκρο της αφρικανικής ηπείρου, να μπορώ να πω στον εαυτό μου, ότι όσο ήμουνα εδώ έγινα λίγο πιο σοφός, μια στάλα πιο γνωστικός. Έως τότε, καλύτερα θα ήταν αν δε μιλούσα ξανά, για τα κέρδη και τις ζημιές αυτού του ταξιδιού. Ο απολογισμός αργεί, κι ο δρόμος περιμένει...
Αλλά, τουλάχιστον εκεί, θα έχω περισσότερη ελευθερία κινήσεων: Θα μπορώ να πηγαίνω όπου θέλω, όποτε θέλω. Θα μπορώ να επισκεφθώ τόπους παρόμοιους μ’ αυτούς που υπάρχουν στη Ζιμπάμπουε, οι οποίοι όμως δεν έχουν την κάτω βόλτα.
Κάποιοι λένε ότι η Νότιος Αφρική δεν είναι και τόσο... Αφρική. Μοιάζει περισσότερο, υποστηρίζουν, με μια ευρωπαϊκή χώρα όπου ζουν απλά περισσότεροι μαύροι. Κι αν είναι αλήθεια, ε, και τι έγινε! Θα πάω, θα δω, θα μάθω, θα περιγράψω. Αρκετά κάθισα εδώ προσπαθώντας να κατανοήσω τα ακατανόητα, να περιγράψω τα απερίγραπτα, αν και η αλήθεια είναι ότι νιώθω κάπως παράξενα που φεύγω. Ας είναι. Όπως ήδη είπα: Σύντομα θα επιστρέψω.
Προς το παρόν ανυπομονώ να βρεθώ και πάλι στο δρόμο. Να δω νέους τόπους, νέα πρόσωπα, να γνωρίσω κάτι ακόμη από την πραγματικότητα της Αφρικής. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω σχεδόν τίποτα. Όσα περισσότερα μαθαίνω, τόσο πιο πολύ αντιλαμβάνομαι το μέγεθος της άγνοιάς μου. Οι γνώσεις δεν κατακτώνται με τα λόγια και τις καλές προθέσεις.
Θέλω φεύγοντας, μετά από μερικές βδομάδες, απ’ αυτό, το νότιο άκρο της αφρικανικής ηπείρου, να μπορώ να πω στον εαυτό μου, ότι όσο ήμουνα εδώ έγινα λίγο πιο σοφός, μια στάλα πιο γνωστικός. Έως τότε, καλύτερα θα ήταν αν δε μιλούσα ξανά, για τα κέρδη και τις ζημιές αυτού του ταξιδιού. Ο απολογισμός αργεί, κι ο δρόμος περιμένει...
Σάββατο, Ιουλίου 22, 2006
Μουσείο Νέλσον Μαντέλα
Σαν ο πρώτος δημοκρατικά εκλελεγμένος πρόεδρος της Νοτίου Αφρικής, αλλά και σαν ένα παγκόσμιο είδωλο του αγώνα και της ελπίδας, που – στη συνείδηση του κόσμου έχει – καθιερωθεί ο Νέλσον Μαντέλα έλαβε χιλιάδες δώρα από όλο τον κόσμο, στο πέρασμα των χρόνων. Όρο αποδοχής τους, ωστόσο, - και ευχή - είχε θέσει τη δημιουργία ενός μουσείου προς τιμή του έθνους, στο – ή κοντά στο – χωριό όπου γεννήθηκε, στο Ανατολικό Ακρωτήριο (Eastern Cape). Η ευχή του πήρε σάρκα και οστά, με την εγκαθίδρυση του Εθνικού Μουσείου Νέλσον Μαντέλα στην Ουμτάτα.
Το μουσείο βρίσκεται σε τρεις διαφορετικές τοποθεσίες, μία από τις οποίες είναι το Κούνου, όπου μεγάλωσε ο Μαντίμπα. Το συγκεκριμένο κομμάτι επικεντρώνει τις προσπάθειές του στην πνευματική ανάπτυξη των νέων και είναι γνωστό σαν το Κέντρο Νεότητας και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Νέλσον Μαντέλα. Το κέντρο περιλαμβάνει υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις, όπως συνεδριακούς χώρους, εστιατόριο, αθλητικά κέντρα, αμφιθέατρο, εκθεσιακούς χώρους, εργαστήρια και άλλα.
Ιδιαίτερης σημασίας θεωρείται το Κτήριο Μπούνγκα (Bhunga Building), – δεύτερο κομμάτι του μουσείου, που βρίσκεται στη βιομηχανική περιοχή – όπου η πολιτική κληρονομιά και κληρονομιά ζωής του Μαντέλα, αναπαρίσταται μέσα από οπτικό υλικό, έργα τέχνης και τα δώρα που έχει λάβει, καθώς και από μία έκθεση που βασίζεται στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο, «Ο μακρύς δρόμος προς την ελευθερία» (Long Walk to Freedom).
Το τρίτο και τελευταίο κομμάτι του μουσείου βρίσκεται στο χωριό Μβέζο (Mvezo), όπου γεννήθηκε ο Μαντέλα.
Σύμφωνα με τους υπεύθυνους του μουσείου, η δημιουργία του προκάλεσε μια έκρηξη ανάπτυξης στην περιοχή, με το άνοιγμα πανδοχείων, εργαστηρίων τέχνης, εστιατορίων κτλ, αναγκαίων για την αντιμετώπιση της νέας πραγματικότητας, που έχει να κάνει με την άφιξη πλήθος ντόπιων και ξένων τουριστών στην Ουμτάτα...
«Το όνειρο του Νέλσον Μαντέλα έγινε πραγματικότητα,» τονίζει η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του μουσείου, Νοκουζόλα Θεθάνι.
Σύνδεσμος: www.mandelamuseum.org.za
Κλάπηκε και μεταφράστηκε από τον Αδαή.
Πηγή: Sawubona. Περιοδικό των Aερογραμμών της Νοτίου Αφρικής
Το μουσείο βρίσκεται σε τρεις διαφορετικές τοποθεσίες, μία από τις οποίες είναι το Κούνου, όπου μεγάλωσε ο Μαντίμπα. Το συγκεκριμένο κομμάτι επικεντρώνει τις προσπάθειές του στην πνευματική ανάπτυξη των νέων και είναι γνωστό σαν το Κέντρο Νεότητας και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Νέλσον Μαντέλα. Το κέντρο περιλαμβάνει υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις, όπως συνεδριακούς χώρους, εστιατόριο, αθλητικά κέντρα, αμφιθέατρο, εκθεσιακούς χώρους, εργαστήρια και άλλα.
Ιδιαίτερης σημασίας θεωρείται το Κτήριο Μπούνγκα (Bhunga Building), – δεύτερο κομμάτι του μουσείου, που βρίσκεται στη βιομηχανική περιοχή – όπου η πολιτική κληρονομιά και κληρονομιά ζωής του Μαντέλα, αναπαρίσταται μέσα από οπτικό υλικό, έργα τέχνης και τα δώρα που έχει λάβει, καθώς και από μία έκθεση που βασίζεται στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο, «Ο μακρύς δρόμος προς την ελευθερία» (Long Walk to Freedom).
Το τρίτο και τελευταίο κομμάτι του μουσείου βρίσκεται στο χωριό Μβέζο (Mvezo), όπου γεννήθηκε ο Μαντέλα.
Σύμφωνα με τους υπεύθυνους του μουσείου, η δημιουργία του προκάλεσε μια έκρηξη ανάπτυξης στην περιοχή, με το άνοιγμα πανδοχείων, εργαστηρίων τέχνης, εστιατορίων κτλ, αναγκαίων για την αντιμετώπιση της νέας πραγματικότητας, που έχει να κάνει με την άφιξη πλήθος ντόπιων και ξένων τουριστών στην Ουμτάτα...
«Το όνειρο του Νέλσον Μαντέλα έγινε πραγματικότητα,» τονίζει η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του μουσείου, Νοκουζόλα Θεθάνι.
Σύνδεσμος: www.mandelamuseum.org.za
Κλάπηκε και μεταφράστηκε από τον Αδαή.
Πηγή: Sawubona. Περιοδικό των Aερογραμμών της Νοτίου Αφρικής
Kι όμως είμαι ακόμη εδώ...
Σήμερα υπολόγιζα ότι θα βρισκόμουνα στη Σουαζιλάνδη, αλλά και πάλι έκανα σχέδια χωρίς τον ξενοδόχο.
Πήγα την Πέμπτη να πάρω εισιτήριο του λεωφορείου που πάει στη Πρετόρια και το Γιοχάνεσμπουργκ, με σκοπό να φύγω την ίδια μέρα για την πρώτη, αλλά δεν.
Τρεισήμισι ώρες ξόδεψα στην ουρά περιμένοντας τη σειρά μου, αλλά όταν τελικά έφτασε, απογοητεύτηκα. Όλες οι θέσεις ήταν κρατημένες μέχρι και την ερχόμενη Δευτέρα, αφού οι ντόπιοι εγκαταλείπουν με την πρώτη ευκαιρία κατά εκατοντάδες τη χώρα. Τι να κάνω, λοιπόν; κράτησα θέση για εκείνη τη μέρα.
Πάντως, αν και ανυπομονούσα κάπως να φύγω, η αλήθεια είναι ότι νιώθω πως θα μου λείψει αυτό το μέρος. Σ’ αυτό γεννήθηκα, σ’ αυτό πήρα την πρώτη μου γεύση από την Αφρική, σ’ αυτό γνώρισα τον άλλο Έλληνα, όχι το φωνακλά και το μόνιμα διαμαρτυρόμενο, αλλά τον αισιόδοξο και τον ευγενικό.
Μάλλον το ταξίδι μου αυτό δε θα κρατήσει όσο υπολόγιζα, αλλά αν όλα πάνε καλά μάλλον από Άνοιξη θα επανέλθω. Πρώτα πρέπει να πραγματοποιήσω ένα όνειρο που πήρε αναβολή, μετά να αποχαιρετήσω τη ζωή μου των τελευταίων χρόνων, προτού βουλιάξω ολοκληρωτικά στην πραγματικότητα της μεγάλης μαύρης ηπείρου.
Πέντε βδομάδες, εκτός απρόοπτου, σκοπεύω να ξοδέψω ακόμη στην περιοχή, για να δω ό,τι μπορέσω από Σουαζιλάνδη, Νότιο Αφρική και Λεσόθο.
Αυτή τη στιγμή νιώθω ότι η Αφρική είναι ο προορισμός μου, αλλά με ξέρω καλά, και έτσι δεν τον αποκλείω καθόλου όλα τα σχέδιά μου να τα ανατρέψω εγώ ο ίδιος, για να βρω τον εαυτό μου ψαρά στο Ράπα-Νούι...
P.S. Signwmi gia to monotono tis selidas, alla o athlios ipologistis den anevazei photos (kai oute mporw na allaksw kai ta fonts gia na grapsw sta ellinika)
Πήγα την Πέμπτη να πάρω εισιτήριο του λεωφορείου που πάει στη Πρετόρια και το Γιοχάνεσμπουργκ, με σκοπό να φύγω την ίδια μέρα για την πρώτη, αλλά δεν.
Τρεισήμισι ώρες ξόδεψα στην ουρά περιμένοντας τη σειρά μου, αλλά όταν τελικά έφτασε, απογοητεύτηκα. Όλες οι θέσεις ήταν κρατημένες μέχρι και την ερχόμενη Δευτέρα, αφού οι ντόπιοι εγκαταλείπουν με την πρώτη ευκαιρία κατά εκατοντάδες τη χώρα. Τι να κάνω, λοιπόν; κράτησα θέση για εκείνη τη μέρα.
Πάντως, αν και ανυπομονούσα κάπως να φύγω, η αλήθεια είναι ότι νιώθω πως θα μου λείψει αυτό το μέρος. Σ’ αυτό γεννήθηκα, σ’ αυτό πήρα την πρώτη μου γεύση από την Αφρική, σ’ αυτό γνώρισα τον άλλο Έλληνα, όχι το φωνακλά και το μόνιμα διαμαρτυρόμενο, αλλά τον αισιόδοξο και τον ευγενικό.
Μάλλον το ταξίδι μου αυτό δε θα κρατήσει όσο υπολόγιζα, αλλά αν όλα πάνε καλά μάλλον από Άνοιξη θα επανέλθω. Πρώτα πρέπει να πραγματοποιήσω ένα όνειρο που πήρε αναβολή, μετά να αποχαιρετήσω τη ζωή μου των τελευταίων χρόνων, προτού βουλιάξω ολοκληρωτικά στην πραγματικότητα της μεγάλης μαύρης ηπείρου.
Πέντε βδομάδες, εκτός απρόοπτου, σκοπεύω να ξοδέψω ακόμη στην περιοχή, για να δω ό,τι μπορέσω από Σουαζιλάνδη, Νότιο Αφρική και Λεσόθο.
Αυτή τη στιγμή νιώθω ότι η Αφρική είναι ο προορισμός μου, αλλά με ξέρω καλά, και έτσι δεν τον αποκλείω καθόλου όλα τα σχέδιά μου να τα ανατρέψω εγώ ο ίδιος, για να βρω τον εαυτό μου ψαρά στο Ράπα-Νούι...
P.S. Signwmi gia to monotono tis selidas, alla o athlios ipologistis den anevazei photos (kai oute mporw na allaksw kai ta fonts gia na grapsw sta ellinika)
Της Ζιμπάμπουε το χθες και το σήμερα
Είδα χθες με τον ξάδελφο, από μια παλιά βιντεοκασέτα ένα ντοκιμαντέρ του ΡΙΚ για τη Ζιμπάμπουε, παραγωγής 1990.
Συγκρίνοντας αυτά που κατέγραψε τότε ο φακός με το οδυνηρό σήμερα, δεν είναι με έκπληξη που λέω ότι, η διαφορά είναι τρομακτική. Τότε οι δρόμοι της Χαράρε πλημμύριζαν από ανθρώπους κι από ζωή, τα χαμόγελα ήταν πιο πλατιά, οι εικόνες πιο πολύχρωμες. Και το πάρκο στη Λίμνη Κιβέρο πραγματικά εκπληκτικό. Δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα που αντίκρισα πηγαίνοντας εκεί. Οι κάμερες κατέγραψαν χιλιάδες πουλιών να συνυπάρχουν ειρηνικά με τους ανθρώπους, ενώ όταν εγώ το επισκέφθηκα είδα μόνο κάτι – ξεχασμένους προφανώς – λευκούς παπαγάλους και κάποια άλλα, λιγοστά, φυλακισμένα πουλιά.
Τότε, ακόμη, η τουριστική βιομηχανία ανθούσε. Χιλιάδες άνθρωποι έφταναν εδώ κάθε χρόνο για να δουν τα θαύματα της αφρικανικής γης, τα ξενοδοχεία γέμιζαν, υπήρχαν ακόμη πολλές δουλειές.
Το ντοκιμαντέρ τέλειωσε, και θα μείνει – μαζεύοντας σκόνες στα αρχεία του ΡΙΚ – ένα ημίωρο ελληνόφωνο ντοκουμέντο για το πως ήταν κάποτε η χώρα, αλλά και για το ελληνόφωνο στοιχείο της Χαράρε.
Αν ερχόταν κάποιος από τους συντελεστές του εδώ, δεκάξι χρόνια μετά, θα τρόμαζε βλέποντας τις διαφορές. Το 2000 ήταν όταν η χώρα άρχισε να παίρνει οριστικά την κάτω βόλτα, όταν ο Μουγκάμπε αποφάσισε να διώξει τους λευκούς ιδιοκτήτες γης από τη χώρα, κατάσχοντας τις φάρμες τους και δίνοντάς τις στους παραστρατιωτικούς, που δεν είχα ιδέα από γεωργία. Το μόνο που έκαναν οι τελευταίοι ήταν να τις λεηλατήσουν και να τις αφήσουν στη μοίρα τους, με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια η γεωργική παραγωγή να πέσει κατά 90%, κι εκεί που η Ζιμπάμπουε ήταν χώρα εξαγωγής φρούτων και σιτηρών, να αρχίζει πια να εισάγει.
Αυτό οδήγησε και στη μεγάλη αστυφιλία που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, καθώς με το φευγιό των λευκών αγροτών, με κατεύθυνση τη Ζάμπια και τη Μοζαμβίκη, που τους υποδέχτηκαν με ανοικτές αγκάλες, η ανεργία στα αγροτικά κέντρα άγγιξε σχεδόν το 100%. Και ξαφνικά εκεί όλοι που είχαν δουλειές βρέθηκαν άνεργοι και στο δρόμο (αφού πριν ζούσαν στις φάρμες), και ξαφνικά εκεί που όλοι είχαν να φάνε, βρέθηκαν να πεινούν. Και ο Μουγκάμπε τσιμουδιά.
Το 2002 στις βουλευτικές εκλογές το κυβερνητικό κόμμα έχασε πολλές έδρες από εκείνο της αντιπολίτευσης. Νέοι και ενθουσιώδεις βουλευτές ανέβηκαν στα κάτω σκαλοπάτια της εξουσίας αποφασισμένοι να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά έκαναν όνειρα χωρίς τον ξενοδόχο. Στις πρώτες συνεδρίες τους βουλής γιουχάιζαν κάθε ομιλία του άρχοντα Μουγκάμπε, τον επικρίνανε ανοικτά στους δρόμους και στις συγκεντρώσεις. Ένας αέρας αισιοδοξίας έμοιαζε να πνέει για λίγο στη χώρα, αλλά ο τυραννίσκος δεν άργησε να πάρει τη ρεβάνς του: Πέρασε νόμο που απαγόρευε στον οποιοδήποτε να τον γιουχαΐζει και να τον επικρίνει, ενώ απαγόρευσε και τη δημοσίευση γελοιογραφιών που να τον απεικονίζουν στις εφημερίδες. Οι ποινές: εξοντωτικά πρόστιμα, αλλά και φυλάκιση. Απόδειξε για μία ακόμη φορά ποιος είναι ο απόλυτος άρχοντας στη χώρα. Σε μια χώρα που βρίσκεται στα όρια της γενοκτονίας, και για την οποία κανείς δε φαίνεται να νοιάζεται. Φτάνει ο Μουγκάμπε, τα πλούτη και οι αυλοκόλακές του να είναι καλά!
Συγκρίνοντας αυτά που κατέγραψε τότε ο φακός με το οδυνηρό σήμερα, δεν είναι με έκπληξη που λέω ότι, η διαφορά είναι τρομακτική. Τότε οι δρόμοι της Χαράρε πλημμύριζαν από ανθρώπους κι από ζωή, τα χαμόγελα ήταν πιο πλατιά, οι εικόνες πιο πολύχρωμες. Και το πάρκο στη Λίμνη Κιβέρο πραγματικά εκπληκτικό. Δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα που αντίκρισα πηγαίνοντας εκεί. Οι κάμερες κατέγραψαν χιλιάδες πουλιών να συνυπάρχουν ειρηνικά με τους ανθρώπους, ενώ όταν εγώ το επισκέφθηκα είδα μόνο κάτι – ξεχασμένους προφανώς – λευκούς παπαγάλους και κάποια άλλα, λιγοστά, φυλακισμένα πουλιά.
Τότε, ακόμη, η τουριστική βιομηχανία ανθούσε. Χιλιάδες άνθρωποι έφταναν εδώ κάθε χρόνο για να δουν τα θαύματα της αφρικανικής γης, τα ξενοδοχεία γέμιζαν, υπήρχαν ακόμη πολλές δουλειές.
Το ντοκιμαντέρ τέλειωσε, και θα μείνει – μαζεύοντας σκόνες στα αρχεία του ΡΙΚ – ένα ημίωρο ελληνόφωνο ντοκουμέντο για το πως ήταν κάποτε η χώρα, αλλά και για το ελληνόφωνο στοιχείο της Χαράρε.
Αν ερχόταν κάποιος από τους συντελεστές του εδώ, δεκάξι χρόνια μετά, θα τρόμαζε βλέποντας τις διαφορές. Το 2000 ήταν όταν η χώρα άρχισε να παίρνει οριστικά την κάτω βόλτα, όταν ο Μουγκάμπε αποφάσισε να διώξει τους λευκούς ιδιοκτήτες γης από τη χώρα, κατάσχοντας τις φάρμες τους και δίνοντάς τις στους παραστρατιωτικούς, που δεν είχα ιδέα από γεωργία. Το μόνο που έκαναν οι τελευταίοι ήταν να τις λεηλατήσουν και να τις αφήσουν στη μοίρα τους, με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια η γεωργική παραγωγή να πέσει κατά 90%, κι εκεί που η Ζιμπάμπουε ήταν χώρα εξαγωγής φρούτων και σιτηρών, να αρχίζει πια να εισάγει.
Αυτό οδήγησε και στη μεγάλη αστυφιλία που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, καθώς με το φευγιό των λευκών αγροτών, με κατεύθυνση τη Ζάμπια και τη Μοζαμβίκη, που τους υποδέχτηκαν με ανοικτές αγκάλες, η ανεργία στα αγροτικά κέντρα άγγιξε σχεδόν το 100%. Και ξαφνικά εκεί όλοι που είχαν δουλειές βρέθηκαν άνεργοι και στο δρόμο (αφού πριν ζούσαν στις φάρμες), και ξαφνικά εκεί που όλοι είχαν να φάνε, βρέθηκαν να πεινούν. Και ο Μουγκάμπε τσιμουδιά.
Το 2002 στις βουλευτικές εκλογές το κυβερνητικό κόμμα έχασε πολλές έδρες από εκείνο της αντιπολίτευσης. Νέοι και ενθουσιώδεις βουλευτές ανέβηκαν στα κάτω σκαλοπάτια της εξουσίας αποφασισμένοι να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά έκαναν όνειρα χωρίς τον ξενοδόχο. Στις πρώτες συνεδρίες τους βουλής γιουχάιζαν κάθε ομιλία του άρχοντα Μουγκάμπε, τον επικρίνανε ανοικτά στους δρόμους και στις συγκεντρώσεις. Ένας αέρας αισιοδοξίας έμοιαζε να πνέει για λίγο στη χώρα, αλλά ο τυραννίσκος δεν άργησε να πάρει τη ρεβάνς του: Πέρασε νόμο που απαγόρευε στον οποιοδήποτε να τον γιουχαΐζει και να τον επικρίνει, ενώ απαγόρευσε και τη δημοσίευση γελοιογραφιών που να τον απεικονίζουν στις εφημερίδες. Οι ποινές: εξοντωτικά πρόστιμα, αλλά και φυλάκιση. Απόδειξε για μία ακόμη φορά ποιος είναι ο απόλυτος άρχοντας στη χώρα. Σε μια χώρα που βρίσκεται στα όρια της γενοκτονίας, και για την οποία κανείς δε φαίνεται να νοιάζεται. Φτάνει ο Μουγκάμπε, τα πλούτη και οι αυλοκόλακές του να είναι καλά!
Πέμπτη, Ιουλίου 20, 2006
Ζιμπάμπουε: Μικρά – μικρά και παραλειπόμενα
Τα του Μουγκάμπε και του κράτους
Όλοι, μαύροι και λευκοί πιστεύουν ότι ο Μουγκάμπε έδωσε εντολή στις μυστικές υπηρεσίες να δολοφονήσουν τον αδελφό του, ο οποίος βρέθηκε, σύμφωνα με τα επίσημα ανακοινωθέντα, νεκρός από πνιγμό στην πισίνα του σπιτιού του.
Κάποτε η Αρχή Ηλεκτρισμού της χώρας έκοψε την παροχή στα σπίτια του Μουγκάμπε, επειδή το γραφείο του παρέλειψε να εξοφλήσει τους λογαριασμούς. Ο καλός ο πρόεδρος έστειλε τους μπράβους του και ξυλοκόπησαν τους ασυνείδητους υπάλληλους.
Απ’ την άλλη, οι μπράβοι της Αρχής Ηλεκτρισμού ξυλοκόπησαν προχθές μια ηλικιωμένη αγγλίδα που έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο και παραπονιόταν για τις επαναλαμβανόμενες διακοπές στην παροχή.
Καμία σύνδεση κινητής τηλεφωνίας εξωτερικού δε λειτουργεί όταν εισέρχεται κανείς στη Ζιμπάμπουε. Έτσι αν δεν μπορεί κάποιος χωρίς το κινητό πληρώνει ακριβό τίμημα. Δέκα δολάρια την ημέρα κοστίζει η ενοικίαση (προσοχή: η ενοικίαση, όχι η αγορά) μιας κάρτας κινητής τηλεφωνίας.
Οι τράπεζες αγοράζουν μόνο, δεν πωλούνε ξένο συνάλλαγμα. Έτσι, αν θέλετε ν’ αγοράσετε, ας πούμε, ένα εισιτήριο για το αεροπλάνο ή το λεωφορείο και δεν έχετε δολάρια, είστε αναγκασμένοι να τα αναζητήσετε στη μαύρη αγορά, η οποία είναι απαγορευμένη, αλλά πλην, προμηθεύεται το συνάλλαγμα από τις τράπεζες.
Τα καλύτερα
Ο καλύτερος καφές: Στο Italian Bakery, στο Avondale
Το καλύτερο φαγητό: Στο DV8, στο Groombridge και... στης θείας
Τα καλύτερα κρασιά: Παντού. Απ’ όσα δοκίμασα η ψήφος μου πάει στο Fighill Shiraz
Οι καλύτερες μπύρες: Και πάλι παντού. Αγαπημένη η Lion
Καλύτερη έκπληξη: Η θεία που μιλάει σα μητρική της γλώσσα τα Shona
Το καλύτερο της Ζιμπάμπουε: Οι άνθρωποι
Τι δε θα ξεχάσω: Τη φιλοξενία, τη γενναιοδωρία και το χαμόγελό τους
Τι θα μου λείψει: Η αίσθηση του να είσαι αλλού, τα μυστικά τα δείπνα υπό το φως των κεριών, οι ολονύκτιες συζητήσεις, το βάσανο του να είσαι εδώ!
Γνωμικό
Παράδεισος ο τόπος τους, κόλαση η ζωή τους
Το τέλος;
Όλοι, μαύροι και λευκοί πιστεύουν ότι ο Μουγκάμπε έδωσε εντολή στις μυστικές υπηρεσίες να δολοφονήσουν τον αδελφό του, ο οποίος βρέθηκε, σύμφωνα με τα επίσημα ανακοινωθέντα, νεκρός από πνιγμό στην πισίνα του σπιτιού του.
Κάποτε η Αρχή Ηλεκτρισμού της χώρας έκοψε την παροχή στα σπίτια του Μουγκάμπε, επειδή το γραφείο του παρέλειψε να εξοφλήσει τους λογαριασμούς. Ο καλός ο πρόεδρος έστειλε τους μπράβους του και ξυλοκόπησαν τους ασυνείδητους υπάλληλους.
Απ’ την άλλη, οι μπράβοι της Αρχής Ηλεκτρισμού ξυλοκόπησαν προχθές μια ηλικιωμένη αγγλίδα που έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο και παραπονιόταν για τις επαναλαμβανόμενες διακοπές στην παροχή.
Καμία σύνδεση κινητής τηλεφωνίας εξωτερικού δε λειτουργεί όταν εισέρχεται κανείς στη Ζιμπάμπουε. Έτσι αν δεν μπορεί κάποιος χωρίς το κινητό πληρώνει ακριβό τίμημα. Δέκα δολάρια την ημέρα κοστίζει η ενοικίαση (προσοχή: η ενοικίαση, όχι η αγορά) μιας κάρτας κινητής τηλεφωνίας.
Οι τράπεζες αγοράζουν μόνο, δεν πωλούνε ξένο συνάλλαγμα. Έτσι, αν θέλετε ν’ αγοράσετε, ας πούμε, ένα εισιτήριο για το αεροπλάνο ή το λεωφορείο και δεν έχετε δολάρια, είστε αναγκασμένοι να τα αναζητήσετε στη μαύρη αγορά, η οποία είναι απαγορευμένη, αλλά πλην, προμηθεύεται το συνάλλαγμα από τις τράπεζες.
Τα καλύτερα
Ο καλύτερος καφές: Στο Italian Bakery, στο Avondale
Το καλύτερο φαγητό: Στο DV8, στο Groombridge και... στης θείας
Τα καλύτερα κρασιά: Παντού. Απ’ όσα δοκίμασα η ψήφος μου πάει στο Fighill Shiraz
Οι καλύτερες μπύρες: Και πάλι παντού. Αγαπημένη η Lion
Καλύτερη έκπληξη: Η θεία που μιλάει σα μητρική της γλώσσα τα Shona
Το καλύτερο της Ζιμπάμπουε: Οι άνθρωποι
Τι δε θα ξεχάσω: Τη φιλοξενία, τη γενναιοδωρία και το χαμόγελό τους
Τι θα μου λείψει: Η αίσθηση του να είσαι αλλού, τα μυστικά τα δείπνα υπό το φως των κεριών, οι ολονύκτιες συζητήσεις, το βάσανο του να είσαι εδώ!
Γνωμικό
Παράδεισος ο τόπος τους, κόλαση η ζωή τους
Το τέλος;
Στα ερείπια της Μεγάλης Ζιμπάμπουε
19 Ιουλίου
Στις πεντέμισι ξυπνήσαμε χθες το πρωί, με τον ξάδελφο, για να πάμε στη Μεγάλη Ζιμπάμπουε. Στις έξι ήμασταν πανέτοιμοι. Στις εφτάμισι ήρθε να μας πάρει ο Χριστόφορος, ο οποίος είχε επιβάλει το πρωινό ξύπνημα. Σαν ευγενείς (και για να πούμε την αλήθεια συμφεροντολόγοι) άνθρωποι που είμαστε, δεν τον βρίσαμε. Τον υποδεχτήκαμε, μάλιστα, με χαμόγελα που ούτε ήταν, αλλά ούτε και έμοιαζαν υποκριτικά.
Όπως και νάχει, κάλλιο αργά παρά ποτέ, κινήσαμε μες στην τρελή χαρά για το μακρινό ταξίδι. Η διαδρομή κάπως μονότονη, αφού εδώ έχουμε χειμώνα και τα χωράφια είναι ξερά, η γη άνυδρη. Στις κοίτες των ποταμών που περάσαμε είδαμε μόνο στάσιμα νερά.Τι άλλο είδαμε; Εκατοντάδες ανθρώπους να περπατάνε, εργαστήρια παραδοσιακής τέχνης, Bottle Stores, ετοιμόρροπα λεωφορεία, παραδοσιακά σπίτια που μοιάζουν με καλύβες και πολλές, μα πολλές μαϊμούδες.
Οι πολίχνες, απ’ τις οποίες περάσαμε, αδιάφορες μικρές αντιγραφές της Χαράρε, χωρίς τους ουρανοξύστες. Το ίδιο και το Μασβίγκο, που είναι πόλη σημαντική για δύο και μόνο λόγους: Ο πρώτος, βρίσκεται πολύ κοντά στα ερείπια της Μεγάλης Ζιμπάμπουε, κι ο δεύτερος, από εκεί περνάει ο αυτοκινητόδρομος που οδηγεί στη Νότιο Αφρική.
Με μια δόση τύχης – αφού οι περισσότερες πινακίδες που δείχνουν την κατεύθυνση έχουν κλαπεί – φτάσαμε στον προορισμό μας λίγο μετά τις έντεκα. Ευτυχώς οι υπάλληλοι εκεί δεν αντιλήφθησαν ότι δεν ήμουν ντόπιος λευκός, και έτσι δε χρειάστηκε να πληρώσω είκοσι δολάρια εισιτήριο. Αντίθετα μπήκε στα έξοδα (ένα περίπου δολάριο) ο ξάδελφος.
Εισήλθαμε, λοιπόν, στο χώρο και ανηφορίσαμε από το Αρχαίο Μονοπάτι, για το μεγάλο οικοδόμημα στο λόφο, όπου κατοικούσαν οι ηγεμόνες της περιοχής, ανά τους αιώνες (ένας εκ των οποίων είχε τρεις χιλιάδες γυναίκες!).
Τριγυρίσαμε εκεί για καμιά ώρα, είδαμε, θαυμάσαμε, φωτογραφήσαμε και απορήσαμε. Στη διάρκεια της περιπλάνησης στο λόφο οι μόνοι άλλοι επισκέπτες που αντικρίσαμε ήταν τρεις ντόπιοι (ένας ράσταμαν και δύο παιδιά - φωτογραφία). Και μιλάμε για το πιο σημαντικό μνημείο της υποσαχάριας Αφρικής.Ένα «περίκλειστο οικοδόμημα» (Great Enclosure) θα επισκεπτόμασταν στη συνέχεια, μετά από ένα διάλειμμα για νερό (η μεγάλη κλοπή) και αγορά καπέλου από το μαγαζάκι «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω», που βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου, του οποίου ο ιδιοκτήτης παραπονιόταν ότι οι τουρίστες τώρα πια φτάνουν στο χώρο με το... σταγονόμετρο. Εκεί είπαν να μας τιμήσουν με την παρουσία τους και κάποιες... πεινασμένες μαϊμούδες (δε βάζω φωτογραφίες, αφού οι συνδέσεις εδώ είναι αργές και θα... φάω τα νιάτα μου), αλλά στάθηκαν άτυχες πολύ, αφού οι σχέσεις του ξάδελφου με το φαγητό κάθε άλλο παρά πλατωνικές είναι.
Στο «Περίκλειστο» δε μείναμε πολύ, αφού δεν υπάρχουν και πολλά για να δει κανείς. Ωστόσο, αναφέρω ότι πρόκειται για ένα απόλυτα στρογγυλό πέτρινο οικοδόμημα, ύψους (οκτώ έως δέκα, υπολογίζω, μέτρων), του οποίου σε πολλά μέρη οι τοίχοι έχουν πλάτος μέχρι και ενάμισι μέτρο. Πραγματικά εντυπωσιακό.Στη συνέχεια εισήλθαμε σε μια οικοδομή που θύμιζε καλύβι – ή καλύτερα παραδοσιακό σπίτι της περιοχής – όπου είδαμε μικρογραφίες του «Περίκλειστου» και του παλατιού, καθώς και κάποιες φωτογραφίες που είχαν να κάνουν με την ιστορία του χώρου. Πριν να φύγουμε περάσαμε και από το Μουσείο της Μεγάλης Ζιμπάμπουε, όπου φιλοξενούνται κάποια από τα ευρήματα στην περιοχή, αναπαραστάσεις των περίφημων πουλιών από ασβεστόλιθο που βρέθηκαν εκεί, καθώς και ένα χρονολόγιο που αναφέρεται τόσο στην ιστορία όσο και τους ηγεμόνες του οικισμού.
Εγκαταλείποντας τον ιστορικό χώρο κινήσαμε πολύ βιαστικά για τη λίμνη Mutirikwi, λίγα χιλιόμετρα πιο κει, που είναι τεράστια και όμορφη πολύ, και η οποία λένε ότι έχει ένα μεγάλο πληθυσμό από κροκόδειλους και ιπποπόταμους (τους οποίους όμως δεν είδαμε, λόγω... έλλειψης χρόνου. Φωτογραφίες της λίμνης προσεχώς). Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής παιδάκια φώναζαν hello και μας χαιρετούσαν με το χέρι.
Κουρασμένοι και πεινασμένοι αράξαμε λίγη ώρα μετά στο εστιατόριο του Inn on the Great Zimbabwe και παραγγείλαμε ψάρι. Μιλώντας με το γκαρσόνι μάθαμε ότι το ξενοδοχείο είναι σχεδόν ολόχρονα άδειο, και αν δεν ήταν και τα γκρουπ ξένων που τους στέλνουν τα διάφορα υπουργεία, θα είχε κλείσει μέχρι τώρα.
Φάγαμε, λοιπόν, ήπιαμε τις Zambezi μας και κινήσαμε για το μακρινό ταξίδι της επιστροφής, νιώθοντας πολύ-πολύ κουρασμένοι. Κάπου στο μέσο της διαδρομής ο ήλιος άρχισε να δύει και άρχισα να βγάζω φωτογραφίες κατά ριπές, ενώ το αυτοκίνητο κινούταν με ταχύτητες 120-140 χιλιομέτρων την ώρα. (Κάποιες απ’ αυτές θ’ ανεβάσω στο μέλλον). Δυστυχώς δεν μπόρεσα να φωτογραφήσω το απόλυτο ηλιοβασίλεμα, λόγω της βλάστησης, αλλά και κάποιων άλλων φυσικών εμποδίων, αλλά μπορώ να σας πω ότι ήταν ένα από τα ομορφότερα που αντίκρισα στη ζωή μου: Ένας κατακόκκινος ήλιος ν’ αλλάζει σχήματα (ακόμη και τρίγωνος έγινε!) κατά τα κέφια των σύννεφων (τα πιο τρελά σύννεφα που είδα στη ζωή μου...), να ρίχνει χρώματα της φωτιάς στα χωράφια, να δυναμιτίζει με τη μεγαλοπρέπειά του το σύμπαν, προτού αποφασίσει να αφήσει στο σκοτάδι την αφρικάνικη γη. Μοναδικό θέαμα.
Φτάνοντας κουραστικά αργά στη Χαράρε – περνώντας από το... Μπρονξ της πόλης, τη συνοικία Μπάρε (Mbare) – πήγαμε για δείπνο στο εστιατόριο DV8, στο Groombridge, του οποίου ο πρώτος ιδιοκτήτης όπως έμαθα, ήταν έλληνας (γι’ αυτό και είχε ούζο, κατασκευής Νοτίου Αφρικής στον κατάλογο).*
Ακριβούτσικο για τα μέτρα της χώρας το μέρος αυτό, που ειδικεύεται στην ευρωπαϊκή κουζίνα, γι’ αυτό και η συντριπτική πλειοψηφία των πελατών είναι λευκοί. Το φαγητό πάντως νοστιμότατο και οι μερίδες τεράστιες. Εκεί γνώρισα και κάποιους έλληνες, που δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτούς της Ελλάδας (όχι όλους βέβαια). Σε τι ήταν διαφορετικοί: Να, είχαν την ευγένεια που πάει σχεδόν να εκλείψει από τη μαμά-πατρίδα, δεν ήταν φωνακλάδες, πάντα με το χαμόγελο. Όταν τους ρώτησα αν σκοπεύουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν εδώ, μου απάντησαν σχεδόν ταυτόχρονα στα αγγλικά: “Not in a million years!”
Κατά τις δέκα φύγαμε από κει και κινήσαμε, εξαντλημένοι πια, για το σπίτι. Το τέλος της μέρας βρήκε τον ξάδελφο να κοιμάται μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης, κι εμένα να διαβάζω, A Falcon Flies** του Wilbur Smith.
*Είναι απίστευτο πόσοι έλληνες και κύπριοι επιχειρηματίες υπάρχουν εδώ. Μερικές από τις μεγαλύτερες υπεραγορές ανήκουν σ’ αυτούς (Athienitis, Farmer’s Market, η αγορά στο Montagu Centre και... και... και...). Καλά τα πάει επίσης η Ελληνική Σχολή της πόλης, στην οποία φοιτούν εκτός από τους ομογενείς και μαύροι, αλλά και ευρωπαϊκής καταγωγής μαθητές. Σταθερά ψηλή θέση στις προτιμήσεις των αλλοδαπών κατοίκων, φαίνεται να καταλαμβάνει και η ταβέρνα Αθηνά.
**Στο βιβλίο αυτό ο Σμιθ αναφέρεται και στην αφαίρεση ενός πουλιού από ασβεστόλιθο από τα ερείπια της Μεγάλης Ζιμπάμπουε, την οποία αποδίδει στο μυθιστορηματικό του ήρωα, Ζούγκα Μπάλανταϊν, άλτερ έγκο του κυνηγού J.T. Bent (αν δε με απατά η μνήμη μου)
Στις πεντέμισι ξυπνήσαμε χθες το πρωί, με τον ξάδελφο, για να πάμε στη Μεγάλη Ζιμπάμπουε. Στις έξι ήμασταν πανέτοιμοι. Στις εφτάμισι ήρθε να μας πάρει ο Χριστόφορος, ο οποίος είχε επιβάλει το πρωινό ξύπνημα. Σαν ευγενείς (και για να πούμε την αλήθεια συμφεροντολόγοι) άνθρωποι που είμαστε, δεν τον βρίσαμε. Τον υποδεχτήκαμε, μάλιστα, με χαμόγελα που ούτε ήταν, αλλά ούτε και έμοιαζαν υποκριτικά.
Όπως και νάχει, κάλλιο αργά παρά ποτέ, κινήσαμε μες στην τρελή χαρά για το μακρινό ταξίδι. Η διαδρομή κάπως μονότονη, αφού εδώ έχουμε χειμώνα και τα χωράφια είναι ξερά, η γη άνυδρη. Στις κοίτες των ποταμών που περάσαμε είδαμε μόνο στάσιμα νερά.Τι άλλο είδαμε; Εκατοντάδες ανθρώπους να περπατάνε, εργαστήρια παραδοσιακής τέχνης, Bottle Stores, ετοιμόρροπα λεωφορεία, παραδοσιακά σπίτια που μοιάζουν με καλύβες και πολλές, μα πολλές μαϊμούδες.
Οι πολίχνες, απ’ τις οποίες περάσαμε, αδιάφορες μικρές αντιγραφές της Χαράρε, χωρίς τους ουρανοξύστες. Το ίδιο και το Μασβίγκο, που είναι πόλη σημαντική για δύο και μόνο λόγους: Ο πρώτος, βρίσκεται πολύ κοντά στα ερείπια της Μεγάλης Ζιμπάμπουε, κι ο δεύτερος, από εκεί περνάει ο αυτοκινητόδρομος που οδηγεί στη Νότιο Αφρική.
Με μια δόση τύχης – αφού οι περισσότερες πινακίδες που δείχνουν την κατεύθυνση έχουν κλαπεί – φτάσαμε στον προορισμό μας λίγο μετά τις έντεκα. Ευτυχώς οι υπάλληλοι εκεί δεν αντιλήφθησαν ότι δεν ήμουν ντόπιος λευκός, και έτσι δε χρειάστηκε να πληρώσω είκοσι δολάρια εισιτήριο. Αντίθετα μπήκε στα έξοδα (ένα περίπου δολάριο) ο ξάδελφος.
Εισήλθαμε, λοιπόν, στο χώρο και ανηφορίσαμε από το Αρχαίο Μονοπάτι, για το μεγάλο οικοδόμημα στο λόφο, όπου κατοικούσαν οι ηγεμόνες της περιοχής, ανά τους αιώνες (ένας εκ των οποίων είχε τρεις χιλιάδες γυναίκες!).
Τριγυρίσαμε εκεί για καμιά ώρα, είδαμε, θαυμάσαμε, φωτογραφήσαμε και απορήσαμε. Στη διάρκεια της περιπλάνησης στο λόφο οι μόνοι άλλοι επισκέπτες που αντικρίσαμε ήταν τρεις ντόπιοι (ένας ράσταμαν και δύο παιδιά - φωτογραφία). Και μιλάμε για το πιο σημαντικό μνημείο της υποσαχάριας Αφρικής.Ένα «περίκλειστο οικοδόμημα» (Great Enclosure) θα επισκεπτόμασταν στη συνέχεια, μετά από ένα διάλειμμα για νερό (η μεγάλη κλοπή) και αγορά καπέλου από το μαγαζάκι «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω», που βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου, του οποίου ο ιδιοκτήτης παραπονιόταν ότι οι τουρίστες τώρα πια φτάνουν στο χώρο με το... σταγονόμετρο. Εκεί είπαν να μας τιμήσουν με την παρουσία τους και κάποιες... πεινασμένες μαϊμούδες (δε βάζω φωτογραφίες, αφού οι συνδέσεις εδώ είναι αργές και θα... φάω τα νιάτα μου), αλλά στάθηκαν άτυχες πολύ, αφού οι σχέσεις του ξάδελφου με το φαγητό κάθε άλλο παρά πλατωνικές είναι.
Στο «Περίκλειστο» δε μείναμε πολύ, αφού δεν υπάρχουν και πολλά για να δει κανείς. Ωστόσο, αναφέρω ότι πρόκειται για ένα απόλυτα στρογγυλό πέτρινο οικοδόμημα, ύψους (οκτώ έως δέκα, υπολογίζω, μέτρων), του οποίου σε πολλά μέρη οι τοίχοι έχουν πλάτος μέχρι και ενάμισι μέτρο. Πραγματικά εντυπωσιακό.Στη συνέχεια εισήλθαμε σε μια οικοδομή που θύμιζε καλύβι – ή καλύτερα παραδοσιακό σπίτι της περιοχής – όπου είδαμε μικρογραφίες του «Περίκλειστου» και του παλατιού, καθώς και κάποιες φωτογραφίες που είχαν να κάνουν με την ιστορία του χώρου. Πριν να φύγουμε περάσαμε και από το Μουσείο της Μεγάλης Ζιμπάμπουε, όπου φιλοξενούνται κάποια από τα ευρήματα στην περιοχή, αναπαραστάσεις των περίφημων πουλιών από ασβεστόλιθο που βρέθηκαν εκεί, καθώς και ένα χρονολόγιο που αναφέρεται τόσο στην ιστορία όσο και τους ηγεμόνες του οικισμού.
Εγκαταλείποντας τον ιστορικό χώρο κινήσαμε πολύ βιαστικά για τη λίμνη Mutirikwi, λίγα χιλιόμετρα πιο κει, που είναι τεράστια και όμορφη πολύ, και η οποία λένε ότι έχει ένα μεγάλο πληθυσμό από κροκόδειλους και ιπποπόταμους (τους οποίους όμως δεν είδαμε, λόγω... έλλειψης χρόνου. Φωτογραφίες της λίμνης προσεχώς). Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής παιδάκια φώναζαν hello και μας χαιρετούσαν με το χέρι.
Κουρασμένοι και πεινασμένοι αράξαμε λίγη ώρα μετά στο εστιατόριο του Inn on the Great Zimbabwe και παραγγείλαμε ψάρι. Μιλώντας με το γκαρσόνι μάθαμε ότι το ξενοδοχείο είναι σχεδόν ολόχρονα άδειο, και αν δεν ήταν και τα γκρουπ ξένων που τους στέλνουν τα διάφορα υπουργεία, θα είχε κλείσει μέχρι τώρα.
Φάγαμε, λοιπόν, ήπιαμε τις Zambezi μας και κινήσαμε για το μακρινό ταξίδι της επιστροφής, νιώθοντας πολύ-πολύ κουρασμένοι. Κάπου στο μέσο της διαδρομής ο ήλιος άρχισε να δύει και άρχισα να βγάζω φωτογραφίες κατά ριπές, ενώ το αυτοκίνητο κινούταν με ταχύτητες 120-140 χιλιομέτρων την ώρα. (Κάποιες απ’ αυτές θ’ ανεβάσω στο μέλλον). Δυστυχώς δεν μπόρεσα να φωτογραφήσω το απόλυτο ηλιοβασίλεμα, λόγω της βλάστησης, αλλά και κάποιων άλλων φυσικών εμποδίων, αλλά μπορώ να σας πω ότι ήταν ένα από τα ομορφότερα που αντίκρισα στη ζωή μου: Ένας κατακόκκινος ήλιος ν’ αλλάζει σχήματα (ακόμη και τρίγωνος έγινε!) κατά τα κέφια των σύννεφων (τα πιο τρελά σύννεφα που είδα στη ζωή μου...), να ρίχνει χρώματα της φωτιάς στα χωράφια, να δυναμιτίζει με τη μεγαλοπρέπειά του το σύμπαν, προτού αποφασίσει να αφήσει στο σκοτάδι την αφρικάνικη γη. Μοναδικό θέαμα.
Φτάνοντας κουραστικά αργά στη Χαράρε – περνώντας από το... Μπρονξ της πόλης, τη συνοικία Μπάρε (Mbare) – πήγαμε για δείπνο στο εστιατόριο DV8, στο Groombridge, του οποίου ο πρώτος ιδιοκτήτης όπως έμαθα, ήταν έλληνας (γι’ αυτό και είχε ούζο, κατασκευής Νοτίου Αφρικής στον κατάλογο).*
Ακριβούτσικο για τα μέτρα της χώρας το μέρος αυτό, που ειδικεύεται στην ευρωπαϊκή κουζίνα, γι’ αυτό και η συντριπτική πλειοψηφία των πελατών είναι λευκοί. Το φαγητό πάντως νοστιμότατο και οι μερίδες τεράστιες. Εκεί γνώρισα και κάποιους έλληνες, που δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτούς της Ελλάδας (όχι όλους βέβαια). Σε τι ήταν διαφορετικοί: Να, είχαν την ευγένεια που πάει σχεδόν να εκλείψει από τη μαμά-πατρίδα, δεν ήταν φωνακλάδες, πάντα με το χαμόγελο. Όταν τους ρώτησα αν σκοπεύουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν εδώ, μου απάντησαν σχεδόν ταυτόχρονα στα αγγλικά: “Not in a million years!”
Κατά τις δέκα φύγαμε από κει και κινήσαμε, εξαντλημένοι πια, για το σπίτι. Το τέλος της μέρας βρήκε τον ξάδελφο να κοιμάται μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης, κι εμένα να διαβάζω, A Falcon Flies** του Wilbur Smith.
*Είναι απίστευτο πόσοι έλληνες και κύπριοι επιχειρηματίες υπάρχουν εδώ. Μερικές από τις μεγαλύτερες υπεραγορές ανήκουν σ’ αυτούς (Athienitis, Farmer’s Market, η αγορά στο Montagu Centre και... και... και...). Καλά τα πάει επίσης η Ελληνική Σχολή της πόλης, στην οποία φοιτούν εκτός από τους ομογενείς και μαύροι, αλλά και ευρωπαϊκής καταγωγής μαθητές. Σταθερά ψηλή θέση στις προτιμήσεις των αλλοδαπών κατοίκων, φαίνεται να καταλαμβάνει και η ταβέρνα Αθηνά.
**Στο βιβλίο αυτό ο Σμιθ αναφέρεται και στην αφαίρεση ενός πουλιού από ασβεστόλιθο από τα ερείπια της Μεγάλης Ζιμπάμπουε, την οποία αποδίδει στο μυθιστορηματικό του ήρωα, Ζούγκα Μπάλανταϊν, άλτερ έγκο του κυνηγού J.T. Bent (αν δε με απατά η μνήμη μου)
Ανέκδοτο από τη Ζιμπάμπουε
Ο Μπους από το Λευκό Οίκο, ο Μπλερ από τη Ντάουνινγκ Στριτ, και ο Μουγκάμπε, από ένα από τα πολλά σπίτια του έχουν τηλεδιάσκεψη.
Συζητούν τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να κάνουν τους κάτοικους αυτής της γης να υποφέρουν περισσότερο.
Η κουβέντα κρατά ώρα πολλή, οι προτάσεις πέφτουν βροχή, αλλά δεν καταλήγουν σε κάποια απόφαση.
Έτσι, αναγκάζονται να τηλεφωνήσουν στο αφεντικό τους, το διάβολο, στην κόλαση, για να ζητήσουν τη συμβουλή του.
Παίρνει πρώτα, λοιπόν, τηλέφωνο ο Μπους, τα λέει για δύο λεπτά με το μπος, και κλείνει μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη το τηλέφωνο. Ταυτόχρονα η τηλεφωνήτρια του παγκόσμιου κέντρου τηλεπικοινωνιών ανακοινώνει με την ηλεκτρονική της φωνή: χρέωση κλήσης, έξι δολάρια.
Στη συνέχεια παίρνει ο Μπλερ, ακούει κι αυτός για δύο λεπτά τις συμβουλές του μεγάλου και κλείνει κι αυτός χαμογελώντας το τηλέφωνο. Χρέωση κλήσης, οκτώ δολάρια, πληροφορεί η τηλεφωνήτρια.
Τελευταίος και περήφανος τηλεφωνά στο διάβολο, ο Μουγκάμπε της Ζιμπάμπουε. Τα λέει κι αυτός για δύο λεπτά με τον κύριό του και κλείνει. Χρέωση κλήσης, ένα δολάριο, ανακοινώνει η ηλεκτρονική φωνή και ο Μουγκάμπε δεν μπορεί να κρύψει την ικανοποίησή του.
Ωστόσο ρωτά: Γιατί μόνο ένα δολάριο;
Τόσο χρεώνουμε τις κλήσεις εσωτερικού, απαντά η φωνή.
Συζητούν τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να κάνουν τους κάτοικους αυτής της γης να υποφέρουν περισσότερο.
Η κουβέντα κρατά ώρα πολλή, οι προτάσεις πέφτουν βροχή, αλλά δεν καταλήγουν σε κάποια απόφαση.
Έτσι, αναγκάζονται να τηλεφωνήσουν στο αφεντικό τους, το διάβολο, στην κόλαση, για να ζητήσουν τη συμβουλή του.
Παίρνει πρώτα, λοιπόν, τηλέφωνο ο Μπους, τα λέει για δύο λεπτά με το μπος, και κλείνει μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη το τηλέφωνο. Ταυτόχρονα η τηλεφωνήτρια του παγκόσμιου κέντρου τηλεπικοινωνιών ανακοινώνει με την ηλεκτρονική της φωνή: χρέωση κλήσης, έξι δολάρια.
Στη συνέχεια παίρνει ο Μπλερ, ακούει κι αυτός για δύο λεπτά τις συμβουλές του μεγάλου και κλείνει κι αυτός χαμογελώντας το τηλέφωνο. Χρέωση κλήσης, οκτώ δολάρια, πληροφορεί η τηλεφωνήτρια.
Τελευταίος και περήφανος τηλεφωνά στο διάβολο, ο Μουγκάμπε της Ζιμπάμπουε. Τα λέει κι αυτός για δύο λεπτά με τον κύριό του και κλείνει. Χρέωση κλήσης, ένα δολάριο, ανακοινώνει η ηλεκτρονική φωνή και ο Μουγκάμπε δεν μπορεί να κρύψει την ικανοποίησή του.
Ωστόσο ρωτά: Γιατί μόνο ένα δολάριο;
Τόσο χρεώνουμε τις κλήσεις εσωτερικού, απαντά η φωνή.
Στο Λόφο των Αστραπών
Δευτέρα 17 Ιουλίου
Πήγαμε χθες με το Χριστόφορο στο Λόφο των Αστραπών (Ngomakurira), γνωστό και σαν τον «Τόπο όπου τα πνεύματα κτυπούν τα τούμπανα», που βρίσκεται 42 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Χαράρε.Σ’ αυτό το λόφο, υπάρχουν ζωγραφιές χαραγμένες στους βράχους που δεν έχουν ακόμη χρονολογηθεί ακριβώς, αφού το καθεστώς δεν επιτρέπει σε ξένους επιστήμονες να έρθουν και να τις μελετήσουν, αλλά που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις έγιναν τουλάχιστον δύο χιλιάδες χρόνια πριν. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ηλικία τους ίσως να φτάνει μέχρι και είκοσι αιώνες πίσω.
Πάντως, όταν τις δει κάποιος άνθρωπος του σήμερα, μάλλον δε θα τον ενθουσιάσουν, αφού στα μάτια του θα φαντάζουν απλοϊκές. Ωστόσο, όπως επισημαίνει και ο Χριστόφορος, καλό θα ήταν να έχει κανείς κατά νου το γεγονός ότι, όταν άλλοι δεν ήξεραν που παν τα τέσσερά τους, οι «άνθρωποι των θάμνων» (Bushmen), όπως τους αποκαλούν, ζούσαν και δημιουργούσαν στην Αφρική. Η ξεχωριστή αυτή φυλή έχει γνωρίσει πλήθος διώξεων στο πέρασμα των αιώνων, με αποτέλεσμα να έχει σχεδόν εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης. Τα τελευταία μέλη της, λένε, ζουν περιπλανώμενα εδώ και πολλά χρόνια, στην έρημο Καλαχάρι.
Εκείνο που με εξέπληξε για μία ακόμη φορά, στη διάρκεια της διαδρομής, είναι το πόσους ανθρώπους βλέπει κανείς εδώ να περπατούν. Μια απόσταση είκοσι ή τριάντα χιλιομέτρων θεωρείται για τους φτωχούς αυτής της χώρας κάτι σαν περίπατος στο πάρκο. Οι γυναίκες κουβαλώντας φορτία ολόκληρα στα κεφάλια, οι άντρες με σακίδια στους ώμους, τα παιδιά με ό,τι μπορούν να μεταφέρουν, περπατούν καθημερινά ατέλειωτα χιλιόμετρα υπομονής, δίχως να παραπονιούνται, τις περισσότερες φορές μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. Πάντα φιλικοί, πάντα ευγενικοί, ποτέ δεν αρνούνται τη βοήθειά τους σ’ ένα ξένο που ψάχνει το δρόμο του, ποτέ δε δείχνουν να τον ζηλεύουν κι ας αυτοί ζουν σε μια φτωχική καλύβα, όπου η μόνη πολυτέλεια είναι η φωτιά: που τους ζεσταίνει, που τους προσφέρει φως, πάνω στην οποία μαγειρεύουν το φαγητό τους.
Οι φτωχοί της Ζιμπάμπουε μου προσφέρουν μαθήματα αξιοπρέπειας. Όχι, δε λέω ότι όλοι είναι άγιοι – πουθενά δεν είναι – αλλά, οι άνθρωποι αυτοί, μέσα από την πίκρα της ζωής τους μου θυμίζουν πόσο αξίζει το να είναι κανείς καλός.
Πήγαμε χθες με το Χριστόφορο στο Λόφο των Αστραπών (Ngomakurira), γνωστό και σαν τον «Τόπο όπου τα πνεύματα κτυπούν τα τούμπανα», που βρίσκεται 42 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Χαράρε.Σ’ αυτό το λόφο, υπάρχουν ζωγραφιές χαραγμένες στους βράχους που δεν έχουν ακόμη χρονολογηθεί ακριβώς, αφού το καθεστώς δεν επιτρέπει σε ξένους επιστήμονες να έρθουν και να τις μελετήσουν, αλλά που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις έγιναν τουλάχιστον δύο χιλιάδες χρόνια πριν. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ηλικία τους ίσως να φτάνει μέχρι και είκοσι αιώνες πίσω.
Πάντως, όταν τις δει κάποιος άνθρωπος του σήμερα, μάλλον δε θα τον ενθουσιάσουν, αφού στα μάτια του θα φαντάζουν απλοϊκές. Ωστόσο, όπως επισημαίνει και ο Χριστόφορος, καλό θα ήταν να έχει κανείς κατά νου το γεγονός ότι, όταν άλλοι δεν ήξεραν που παν τα τέσσερά τους, οι «άνθρωποι των θάμνων» (Bushmen), όπως τους αποκαλούν, ζούσαν και δημιουργούσαν στην Αφρική. Η ξεχωριστή αυτή φυλή έχει γνωρίσει πλήθος διώξεων στο πέρασμα των αιώνων, με αποτέλεσμα να έχει σχεδόν εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης. Τα τελευταία μέλη της, λένε, ζουν περιπλανώμενα εδώ και πολλά χρόνια, στην έρημο Καλαχάρι.
Εκείνο που με εξέπληξε για μία ακόμη φορά, στη διάρκεια της διαδρομής, είναι το πόσους ανθρώπους βλέπει κανείς εδώ να περπατούν. Μια απόσταση είκοσι ή τριάντα χιλιομέτρων θεωρείται για τους φτωχούς αυτής της χώρας κάτι σαν περίπατος στο πάρκο. Οι γυναίκες κουβαλώντας φορτία ολόκληρα στα κεφάλια, οι άντρες με σακίδια στους ώμους, τα παιδιά με ό,τι μπορούν να μεταφέρουν, περπατούν καθημερινά ατέλειωτα χιλιόμετρα υπομονής, δίχως να παραπονιούνται, τις περισσότερες φορές μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. Πάντα φιλικοί, πάντα ευγενικοί, ποτέ δεν αρνούνται τη βοήθειά τους σ’ ένα ξένο που ψάχνει το δρόμο του, ποτέ δε δείχνουν να τον ζηλεύουν κι ας αυτοί ζουν σε μια φτωχική καλύβα, όπου η μόνη πολυτέλεια είναι η φωτιά: που τους ζεσταίνει, που τους προσφέρει φως, πάνω στην οποία μαγειρεύουν το φαγητό τους.
Οι φτωχοί της Ζιμπάμπουε μου προσφέρουν μαθήματα αξιοπρέπειας. Όχι, δε λέω ότι όλοι είναι άγιοι – πουθενά δεν είναι – αλλά, οι άνθρωποι αυτοί, μέσα από την πίκρα της ζωής τους μου θυμίζουν πόσο αξίζει το να είναι κανείς καλός.
Κυριακή, Ιουλίου 16, 2006
Τα παιχνίδια του χρόνου και της μοίρας
Χθες το πρωί θα αγόραζα εισιτήριο για το λεωφορείο που καλύπτει τη διαδρομή Χαράρε – Γιοχάνεσμπουργκ, για να φύγω αύριο το βράδυ. Όταν πήγαμε με τον ξάδελφο στο σταθμό υπήρχε μεγάλη ουρά και μια κι εκείνος βιαζόταν να πάει δουλειά φύγαμε, με πρόθεση να επιστρέψουμε εκεί πρωί-πρωί τη Δευτέρα. Τότε σκεφτόμουνα: «Δεν μπορεί, θα καταφέρω να φύγω...» Έλα, όμως, που η μοίρα είχε διαφορετικά σχέδια για μένα.
Η τύχη άρχισε ξαφνικά να μου χαμογελά, αφού το βράδυ ήρθε στο σπίτι ένας κύπριος φίλος του ξάδελφου, ο οποίος προσφέρθηκε να με πάει με το αμάξι στον αρχαιολογικό χώρο της Μεγάλης Ζιμπάμπουε και στο Μασβίγκο (ένα ταξίδι 600 χιλιομέτρων), αλλά και σ’ ένα χωριό έξω από τη Χαράρε. Στο τελευταίο θα πάμε σήμερα, στο πρώτο την Τρίτη, οπότε η αναχώρηση για τη Νότιο Αφρική αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας, και πολύ χαίρομαι γι’ αυτό.
Κατά τα άλλα χθες απολαύσαμε ένα υπέροχο μπάρμπεκιου (Μπράι, το λένε εδώ), μαζί με ένα εξαιρετικό κρασί Fighhill Shiraz, παραγωγής Ζιμπάμπουε, που πραγματικά με εξέπληξε.
Για να δούμε τι θα μας φέρει η σημερινή, αλλά και η επόμενη μέρα...
Υ.Γ. Η αναμενόμενη υποτίμηση του νομίσματος δεν ήρθε και όλοι ένιωσαν για λίγο ένα σπάνιο συναίσθημα ανακούφισης. Κατά τα άλλα, το ηλεκτρικό και το νερό δεν επιστρέφουν.
Η τύχη άρχισε ξαφνικά να μου χαμογελά, αφού το βράδυ ήρθε στο σπίτι ένας κύπριος φίλος του ξάδελφου, ο οποίος προσφέρθηκε να με πάει με το αμάξι στον αρχαιολογικό χώρο της Μεγάλης Ζιμπάμπουε και στο Μασβίγκο (ένα ταξίδι 600 χιλιομέτρων), αλλά και σ’ ένα χωριό έξω από τη Χαράρε. Στο τελευταίο θα πάμε σήμερα, στο πρώτο την Τρίτη, οπότε η αναχώρηση για τη Νότιο Αφρική αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας, και πολύ χαίρομαι γι’ αυτό.
Κατά τα άλλα χθες απολαύσαμε ένα υπέροχο μπάρμπεκιου (Μπράι, το λένε εδώ), μαζί με ένα εξαιρετικό κρασί Fighhill Shiraz, παραγωγής Ζιμπάμπουε, που πραγματικά με εξέπληξε.
Για να δούμε τι θα μας φέρει η σημερινή, αλλά και η επόμενη μέρα...
Υ.Γ. Η αναμενόμενη υποτίμηση του νομίσματος δεν ήρθε και όλοι ένιωσαν για λίγο ένα σπάνιο συναίσθημα ανακούφισης. Κατά τα άλλα, το ηλεκτρικό και το νερό δεν επιστρέφουν.
Μια ευχάριστη νότα...
Μπύρες:
Castle (South Africa & Zimbabwe)
Carling Black Label
Golden Pilsener
Bohlinger’s
Lion (αγαπημένη)
Zambezi
Κρασιά:
Pinotage (καλό κόκκινο ξηρό)
Simonsboon (μέτριο κόκκινο ξηρό)
SBN Reserve (πολύ καλό)
Fighill Shiraz 2002 – Private Cellar (ένα από τα καλύτερα κόκκινα ξηρά κρασιά που δοκίμασα ποτέ. Όλα τα λεφτά!)
Castle (South Africa & Zimbabwe)
Carling Black Label
Golden Pilsener
Bohlinger’s
Lion (αγαπημένη)
Zambezi
Κρασιά:
Pinotage (καλό κόκκινο ξηρό)
Simonsboon (μέτριο κόκκινο ξηρό)
SBN Reserve (πολύ καλό)
Fighill Shiraz 2002 – Private Cellar (ένα από τα καλύτερα κόκκινα ξηρά κρασιά που δοκίμασα ποτέ. Όλα τα λεφτά!)
Σάββατο, Ιουλίου 15, 2006
Ζιμπάμπουε: Συναισθήματα και εικόνες
Αν όλα πάνε καλά τη Δευτέρα το βράδυ φεύγω από τη Ζιμπάμπουε, τη χώρα όπου γεννήθηκα, όπου ήρθα, κι όπου δεν είδα σχεδόν τίποτα.
Πικρόγλυκη, το λέω και πάλι, η γεύση στα χείλη. Το άλλοτε διαμάντι της Αφρικής, έχει γίνει χωματερή. Παρόλ’ αυτά δε θα έλεγα ότι έχασα το χρόνο μου που ήρθα εδώ. Ήρθα, έμαθα, και θα απέλθω λίγο πιο σοφός.
Δεν παίρνω πίσω τίποτα απ’ όσα ανέφερα στα προηγούμενα κείμενα. Η πραγματικότητα σ’ αυτή τη χώρα είναι τραγική. Σε ό,τι αφορά την προσωπική νότα: στο σπίτι δεν έχουμε εδώ και έξι μέρες ηλεκτρικό και δύο μέρες νερό (Σάββατο 15 Ιουλίου). Τα κάρβουνα και το γκάζι, όπου μέχρι τώρα ψήναμε το φαγητό, αποτελούν είδη υπό εξαφάνιση, ενώ και τα κεριά λιγοστεύουν και γίνονται όλο και πιο ακριβά μέρα με τη μέρα. Κι εμείς είμαστε από τους πιο τυχερούς.
Με την ευκαιρία θα ήθελα να πω ότι αν κάποιος από εσάς αποφασίσει να επισκεφθεί τη Ζιμπάμπουε, καλό θα ήταν να φέρει μαζί του μπόλικα δολάρια και τόνους υπομονής. Αν δεν έχει εισιτήριο επιστροφής σε – ή με προορισμό – κάποια άλλη χώρα, και πει να το αγοράσει από εδώ, αν δεν έχει δολάρια ζήτω που κάηκε. Οι πιστωτικές κάρτες και το ντόπιο νόμισμα δε γίνονται δεκτά, εκτός κι αν έχει κανείς γραπτή άδεια από τον... Μουγκάμπε! Οπότε του μένουν δύο επιλογές: είτε αγοράζει δολάρια στη μαύρη αγορά (αφού οι τράπεζες μόνο αγοράζουν, δεν πωλούν), είτε παίρνει εισιτήριο λεωφορείου για τη Νότιο Αφρική, όπως θα κάνει και η αφεντιά μου. Όσο για το να πάρει λεωφορείο για τη Λουσάκα της Ζάμπιας, ή τρένο, καλύτερα ας μην το συζητά. Το πρώτο πέφτει δυο-τρεις φορές τη βδομάδα θύμα... πειρατείας, ενώ το δεύτερο συχνά πυκνά εκτροχιάζεται, αφού τόσο τα τρένα όσο και οι γραμμές δεν έχουν τύχει συντήρησης από τον καιρό της ανεξαρτησίας (1980).
Αλλά, ας επανέλθω στο θέμα μου: συναισθήματα και εικόνες, και ας το θέσω όσο πιο απλά γίνεται: Χαρά που ήρθα, λύπη γι’ αυτά που είδα. Χαρά που έμαθα πράγματα για το μακαρίτη τον πατέρα μου που δεν ήξερα, λύπη για τον πόνο που βλέπω γύρω μου. Χαρά για την καλοσύνη και την ευγένεια των ανθρώπων, λύπη για το βάραθρο στο οποίο τους έχουν ρίξει οι κυβερνώντες.
Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, η θρησκεία, το όπιο των λαών, είναι η μόνη που κρατά την ελπίδα ζωντανή σ’ αυτή την υπό κατάρρευση χώρα, κι αυτό το λέω εγώ που κάθε άλλο παρά θρήσκος είμαι. Με τη φτώχεια και την πείνα που μαστίζει τη χώρα, η εγκληματικότητα θα είχε φτάσει σε δυσθεώρητα επίπεδα αν δεν υπήρχε η θρησκεία. Μια θρησκεία που αντιπροσωπεύεται εδώ από δεκάδες χριστιανικά δόγματα, που αν μη τι άλλο εκτός από παρηγοριά, προσφέρουν και λίγο φαγητό στους πιστούς.
Τα σκοτεινά βράδια που πέρασα εδώ είχα την ευκαιρία να σκεφτώ πολύ, να οργιστώ πολύ, να πάρω αποφάσεις σημαντικές, προτού τις ανατρέψω. Ένιωσα βαθιά μέσα μου τον πόνο αυτού του άτυχου λαού και είπα ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να το βοηθήσω. Απλά εύχομαι πως αυτή τη φορά τα λόγια δε θα μείνουν λόγια...
Πρώτη φορά ένα ταξίδι γέννησε μέσα μου τόσα αντιφατικά συναισθήματα, πρώτη φορά ένα ταξίδι γέμισε το είναι μου με λύπη, και πρώτη φορά οργίστηκα με μια οργή... γαλήνια. Ταυτιζόμενος, όσο ήταν δυνατόν, με τους κάτοικους αυτής της χώρας, που τα κρύα βράδια του αφρικανικού χειμώνα κατασκηνώνουν έξω στην ύπαιθρο, μπροστά από μια φωτιά που ζεσταίνει τον πόνο τους, κάνοντάς τον τραγούδι, ένιωσα – για λίγο – να γίνομαι ένας καλύτερος άνθρωπος.
Παρασκευή, Ιουλίου 14, 2006
Μία χώρα σε αποσύνθεση
Ένα πτώμα, ή, αν προτιμάτε, μία χώρα σε αποσύνθεση θυμίζει η Ζιμπάμπουε.
Η τουριστική βιομηχανία έχει καταρρεύσει ολοκληρωτικά, το ντόπιο χρήμα δεν αξίζει τίποτα, οι υπηρεσίες είναι ανύπαρκτες, η ακρίβεια οδηγεί όλο και περισσότερους ανθρώπους στο περιθώριο και το έγκλημα έχει πάρει την άνω βόλτα.
Τώρα, θα μου πείτε: «Μα δε βρίσκεις τίποτα θετικό σ’ αυτή τη χώρα;» Η απάντηση: «Εκτός από τους ανθρώπους, όχι!»
Όταν η ανεργία έχει φτάσει στο 80%, όταν η παιδεία και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη πληρώνονται ακριβά, όταν οι άστεγοι ξεπερνούν το 20% του πληθυσμού της χώρας, όταν τα προϊόντα ακριβαίνουν ανά εικοσιτετράωρο, όταν οι διακοπές στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και νερού είναι συνεχείς, όταν το δικαίωμα στη διαμαρτυρία έχει ανεπισήμως καταργηθεί, όταν ακόμη και η ελευθερία του λόγου έχει περιοριστεί, τότε όχι, δε βλέπω τίποτα θετικό σ’ αυτή τη χώρα.
Τι να πρωτοπώ και τι ν’ αφήσω; Τρεις μέρες δεν έχουμε ηλεκτρικό ρεύμα και νιώθουμε ότι θα ήταν άδικο να διαμαρτυρηθούμε. Γιατί άδικο; Επειδή στις φτωχογειτονιές των μαύρων έχει περισσότερο από ένα μήνα να δούνε φως. Γιατί αυτό; Επειδή δεν υπάρχουν καύσιμα. Γιατί δεν υπάρχουν καύσιμα; Επειδή ο σενιόρ Μουγκάμπε τα έσπασε με όλους... Και πάει λέγοντας.
Και είναι τόσο κρίμα; Κρίμα επειδή γνωρίζοντας τους κάτοικους αυτούς της χώρας, τους υπερβολικά φιλικούς πρέπει να τονίσω, νιώθει κανείς ότι θα τους άξιζε μια καλύτερη τύχη.
Λύπη, απόγνωση, οργή, αυτά είναι τα συναισθήματα που εναλλάσσονται μέσα μου. Όχι, δε με ενοχλούν τόσο οι δυσκολίες, αφού αυτές έχουν και τη χάρη τους (φαγητό μαγειρεμένο στα κάρβουνα, ανάγνωση και δείπνο υπό το φως των κεριών), εκείνο που με οργίζει είναι ότι ο Μουγκάμπε πήρε μια χώρα παράδεισο για να την παραδώσει με το πείσμα και τα σκέρτσα του στο απόλυτο, σχεδόν, χάος. Το να κάνεις τον πληθυσμό μιας ολόκληρης χώρας να πεθυμά τις μέρες που διοικούσαν οι λευκοί δεν είναι και εύκολο πράγμα, αλλά προφανώς ούτε και ακατόρθωτο. Αλλά και το να σκοτώσεις περισσότερους συμπατριώτες σου απ’ ότι οι αποικιοκράτες δεν είναι κάτι που σε τιμά. Τι να πει κανείς;
Θα μπορούσα να γράφω και να γράφω και να γράφω για τα όσα συμβαίνουν εδώ για πολλή ώρα ακόμη, αλλά δυστυχώς ο χρόνος δε μου το επιτρέπει, καθώς από σήμερα αρχίζω να ψάχνω τον επόμενο προορισμό μου. Θα φύγω από δω το συντομότερο δυνατό. «Μα δε θα επισκεφθείς άλλα μέρη στη Ζιμπάμπουε;» θα με ρωτήσετε. Αυτή τη φορά, όχι. Γιατί; Επειδή εδώ και τρεις μέρες προσπαθώ να βρω λεωφορείο για να πάω σε κάποια άλλη πόλη, αλλά τα δρομολόγια είναι τόσο περιορισμένα που ίσως να χρειαστεί να περιμένω μέχρι και μια βδομάδα για να εξασφαλίσω μια θέση που δε θα είναι εγγυημένη. Επειδή σχεδόν όλα τα πανδοχεία έχουν κλείσει, ενώ τα ξενοδοχεία που παραμένουν ανοικτά χρεώνουν υπέρογκα ποσά. Επειδή οι πτήσεις είναι ακριβές. Κι επειδή, αν δε φύγω από δω, η ψυχική ηρεμία που με τόσους κόπους είχα κατακτήσει, θα ανήκει σύντομα στο παρελθόν.
Θα φύγω από τη Ζιμπάμπουε, ναι, ηττημένος και με μια πικρή γεύση στα χείλη. Αλλά κάποτε θα ξαναγυρίσω, κι αυτή είναι μια υπόσχεση που δίνω στον εαυτό μου.
Υ.Γ. Σήμερα αναμένεται να κάνει ανακοινώσεις ο υπουργός οικονομικής καταστροφής της χώρας σχετικά με την ισοτιμία του δολαρίου Ζιμπάμπουε σε σχέση με τα ξένα νομίσματα. Όλοι περιμένουν περαιτέρω υποτίμησή του. Η αξία του αναμένεται στα πέσει στις 400 χιλιάδες δολάρια Ζιμπάμπουε για ένα Αμερικής. Στη μαύρη δηλαδή το αμερικάνικο θα πιάνει περισσότερα από εκατομμύριο και το κόστος ζωής θα τιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη...
Υ.Γ. 2 Μια ευχάριστη νότα για το τέλος. Όλοι μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον ιερέα της Ελληνικής Εκκλησίας της Χαράρε, τον πατήρ Γεώργιο Σαγιάννη. Λένε ότι βοηθάει πολλή κόσμο, τόσο της ελληνικής παροικίας όσο και φτωχούς μαύρους, τους οποίους κάθε βδομάδα προμηθεύει με ψωμί και ό,τι άλλο κατορθώσει να εξασφαλίσει από εράνους. Το κρίμα μου το δηλώνω: εγώ με τους παπάδες εδώ και χρόνια είμαι στα... μαχαίρια, αλλά όταν ακούω για κάποιον που τιμά το λειτούργημά του δεν έχω κανένα πρόβλημα να του βγάλω ταπεινά το καπέλο.
Η τουριστική βιομηχανία έχει καταρρεύσει ολοκληρωτικά, το ντόπιο χρήμα δεν αξίζει τίποτα, οι υπηρεσίες είναι ανύπαρκτες, η ακρίβεια οδηγεί όλο και περισσότερους ανθρώπους στο περιθώριο και το έγκλημα έχει πάρει την άνω βόλτα.
Τώρα, θα μου πείτε: «Μα δε βρίσκεις τίποτα θετικό σ’ αυτή τη χώρα;» Η απάντηση: «Εκτός από τους ανθρώπους, όχι!»
Όταν η ανεργία έχει φτάσει στο 80%, όταν η παιδεία και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη πληρώνονται ακριβά, όταν οι άστεγοι ξεπερνούν το 20% του πληθυσμού της χώρας, όταν τα προϊόντα ακριβαίνουν ανά εικοσιτετράωρο, όταν οι διακοπές στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και νερού είναι συνεχείς, όταν το δικαίωμα στη διαμαρτυρία έχει ανεπισήμως καταργηθεί, όταν ακόμη και η ελευθερία του λόγου έχει περιοριστεί, τότε όχι, δε βλέπω τίποτα θετικό σ’ αυτή τη χώρα.
Τι να πρωτοπώ και τι ν’ αφήσω; Τρεις μέρες δεν έχουμε ηλεκτρικό ρεύμα και νιώθουμε ότι θα ήταν άδικο να διαμαρτυρηθούμε. Γιατί άδικο; Επειδή στις φτωχογειτονιές των μαύρων έχει περισσότερο από ένα μήνα να δούνε φως. Γιατί αυτό; Επειδή δεν υπάρχουν καύσιμα. Γιατί δεν υπάρχουν καύσιμα; Επειδή ο σενιόρ Μουγκάμπε τα έσπασε με όλους... Και πάει λέγοντας.
Και είναι τόσο κρίμα; Κρίμα επειδή γνωρίζοντας τους κάτοικους αυτούς της χώρας, τους υπερβολικά φιλικούς πρέπει να τονίσω, νιώθει κανείς ότι θα τους άξιζε μια καλύτερη τύχη.
Λύπη, απόγνωση, οργή, αυτά είναι τα συναισθήματα που εναλλάσσονται μέσα μου. Όχι, δε με ενοχλούν τόσο οι δυσκολίες, αφού αυτές έχουν και τη χάρη τους (φαγητό μαγειρεμένο στα κάρβουνα, ανάγνωση και δείπνο υπό το φως των κεριών), εκείνο που με οργίζει είναι ότι ο Μουγκάμπε πήρε μια χώρα παράδεισο για να την παραδώσει με το πείσμα και τα σκέρτσα του στο απόλυτο, σχεδόν, χάος. Το να κάνεις τον πληθυσμό μιας ολόκληρης χώρας να πεθυμά τις μέρες που διοικούσαν οι λευκοί δεν είναι και εύκολο πράγμα, αλλά προφανώς ούτε και ακατόρθωτο. Αλλά και το να σκοτώσεις περισσότερους συμπατριώτες σου απ’ ότι οι αποικιοκράτες δεν είναι κάτι που σε τιμά. Τι να πει κανείς;
Θα μπορούσα να γράφω και να γράφω και να γράφω για τα όσα συμβαίνουν εδώ για πολλή ώρα ακόμη, αλλά δυστυχώς ο χρόνος δε μου το επιτρέπει, καθώς από σήμερα αρχίζω να ψάχνω τον επόμενο προορισμό μου. Θα φύγω από δω το συντομότερο δυνατό. «Μα δε θα επισκεφθείς άλλα μέρη στη Ζιμπάμπουε;» θα με ρωτήσετε. Αυτή τη φορά, όχι. Γιατί; Επειδή εδώ και τρεις μέρες προσπαθώ να βρω λεωφορείο για να πάω σε κάποια άλλη πόλη, αλλά τα δρομολόγια είναι τόσο περιορισμένα που ίσως να χρειαστεί να περιμένω μέχρι και μια βδομάδα για να εξασφαλίσω μια θέση που δε θα είναι εγγυημένη. Επειδή σχεδόν όλα τα πανδοχεία έχουν κλείσει, ενώ τα ξενοδοχεία που παραμένουν ανοικτά χρεώνουν υπέρογκα ποσά. Επειδή οι πτήσεις είναι ακριβές. Κι επειδή, αν δε φύγω από δω, η ψυχική ηρεμία που με τόσους κόπους είχα κατακτήσει, θα ανήκει σύντομα στο παρελθόν.
Θα φύγω από τη Ζιμπάμπουε, ναι, ηττημένος και με μια πικρή γεύση στα χείλη. Αλλά κάποτε θα ξαναγυρίσω, κι αυτή είναι μια υπόσχεση που δίνω στον εαυτό μου.
Υ.Γ. Σήμερα αναμένεται να κάνει ανακοινώσεις ο υπουργός οικονομικής καταστροφής της χώρας σχετικά με την ισοτιμία του δολαρίου Ζιμπάμπουε σε σχέση με τα ξένα νομίσματα. Όλοι περιμένουν περαιτέρω υποτίμησή του. Η αξία του αναμένεται στα πέσει στις 400 χιλιάδες δολάρια Ζιμπάμπουε για ένα Αμερικής. Στη μαύρη δηλαδή το αμερικάνικο θα πιάνει περισσότερα από εκατομμύριο και το κόστος ζωής θα τιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη...
Υ.Γ. 2 Μια ευχάριστη νότα για το τέλος. Όλοι μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον ιερέα της Ελληνικής Εκκλησίας της Χαράρε, τον πατήρ Γεώργιο Σαγιάννη. Λένε ότι βοηθάει πολλή κόσμο, τόσο της ελληνικής παροικίας όσο και φτωχούς μαύρους, τους οποίους κάθε βδομάδα προμηθεύει με ψωμί και ό,τι άλλο κατορθώσει να εξασφαλίσει από εράνους. Το κρίμα μου το δηλώνω: εγώ με τους παπάδες εδώ και χρόνια είμαι στα... μαχαίρια, αλλά όταν ακούω για κάποιον που τιμά το λειτούργημά του δεν έχω κανένα πρόβλημα να του βγάλω ταπεινά το καπέλο.
Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006
Η Ζιμπάμπουε δακρύζει
By Hannelie Booyens. “You” magazine (South Africa). 14 July 2005.
Κλοπή και απόδοση στα ελληνικά: Αδαής
Έξη άνθρωποι σκοτώθηκαν στη διάρκεια της Επιχείρησης Σκούπας και Αποκατάστασης της Τάξης, στην οποία επιδόθηκε για δυο μήνες το καθεστώς Μουγκάμπε το Μάιο και τον Ιούνιο του 2005. Σύμφωνα με την κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε ο σκοπός της επιχείρησης ήταν να βάλει τέλος στις δραστηριότητες των μαυραγοριτών, αλλά σύμφωνα με τους ανεξάρτητους παρατηρητές, τα αίτια ήταν άλλα και πιο αποκρουστικά...
Αν δε γνώριζε κανείς τα γεγονότα θα νόμιζε ότι η Ζιμπάμπουε κτυπήθηκε από κάποιο τυφώνα. Ωστόσο οι σκηνές μαζικής καταστροφής, σε μια περιοχή όπου κάποτε ζούσαν και εργάζονταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, αποτελεί έργο του πρόεδρου Ρόμπερτ Μουγκάμπε και του στρατού του. Ανάμεσα στα ερείπια μπορεί ακόμη να διακρίνει κανείς απομεινάρια από τα προϊόντα που κάποτε πωλούνταν στις περιοχές αυτές: τρόφιμα, ρούχα, λουλούδια.
Εδώ κι εκεί βλέπει κανείς μοναχικούς ανθρώπους να προσπαθούν να περισώσουν οτιδήποτε μπορούν από την πρόσφατη καταστροφή. Το ίδιο σκηνικό παντού: φτωχοί άνθρωποι, ισοπεδωμένες συνοικίες. Στη Χαράρε, στο Μπουλαγάο και στους Καταρράκτες της Βικτορίας.
Αλλά, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις των μεγάλων φυσικών καταστροφών, όπως το Τσουνάμι, κανείς δε σπεύδει να προσφέρει βοήθεια στους άστεγους της Ζιμπάμπουε. Έχουν παραμείνει εκτεθειμένοι στα στοιχεία της φύσης και τις εξοντωτικές θερμοκρασίες του μεσοχείμωνου. Τις νύχτες μαζεύονται γύρω από τις φωτιές που ανάβουν μέσα σε σκουριασμένα βαρέλια, προσπαθώντας να ζεσταθούν και να ζήσουν λίγο ακόμη, εγκατελημμένοι από όλους.
Από τις 19 Μαΐου (2005) περίπου τριακόσιες χιλιάδες άνθρωποι έχουν μείνει άστεγοι στην πόλη της Χαράρε και τα προάστια, στη διάρκεια των μαζικών εκκαθαριστικών επιδρομών από το στρατό και την αστυνομία της Ζιμπάμπουε. Δύο παιδιά και τέσσερις ενήλικες έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια των επιχειρήσεων, ενώ μία γυναίκα αναγκάστηκε να γεννήσει έξω, στην αυλή του σπιτιού, ενώ οι στρατιώτες το λεηλατούσαν.
Η επιχείρηση αυτή του Μουγκάμπε είχε σαν στόχο τις εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριωτών του, που μετανάστευσαν μαζικά στις πόλεις, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Μετά τη χρήση αλόγιστης βίας, εκ μέρους της κυβέρνησης, αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω στα μέρη τους, σε αγροτικές περιοχές όπου δουλειά δεν υπάρχει ούτε για δείγμα.
Σύμφωνα με την αντιπολίτευση, την Κίνηση για Δημοκρατική Αλλαγή (MDC) οι επιδρομές είχαν σκοπό την αποδυνάμωση της δύναμής του κινήματος (κάτι που δεν μπορεί να απέχει και πολύ απ’ την αλήθεια – σ.τ.μ)...
Ο Μουγκάμπε εδώ και δεκαετίες στηρίζει με κάθε μέσο τους οπαδούς του, σε βάρος των πολιτικών του αντιπάλων. Αν και συχνά πυκνά επιδίδεται σε μαρξιστικές κορώνες στην πραγματικότητα είναι ένας ακόμη αφρικανός δικτάτορας, που διαλύει με η χρήση βίας ή χωρίς, τους αντιπάλους του, μοιράζοντας τη λεία – φάρμες και σπίτια – στους αυλοκόλακες και στα πιστά μέλη του κόμματός του (Zanu-PF).
Σχετικά με το θέμα αυτό, αλλά και με άλλα που αφορούν τα έργα και τις ημέρες του Μουγκάμπε, θύμα σκληρής κριτικής έχει πέσει και ο πρόεδρος Μπέκι της Νοτίου Αφρικής, στον οποίο καταλογίζουν δειλία, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της χώρας του με τη Ζιμπάμπουε. Με μια δόση πικρίας λένε ότι ο Μπέκι φοβάται το Μουγκάμπε, αφού με κάθε ευκαιρία ο τελευταίος τον χαρακτηρίζει σαν «μαριονέτα της δύσης», χωρίς να λαμβάνει ανάλογη απάντηση, ενισχύοντας έτσι τη φήμη ότι ο ίδιος είναι άτρωτος.
Κλοπή και απόδοση στα ελληνικά: Αδαής
Έξη άνθρωποι σκοτώθηκαν στη διάρκεια της Επιχείρησης Σκούπας και Αποκατάστασης της Τάξης, στην οποία επιδόθηκε για δυο μήνες το καθεστώς Μουγκάμπε το Μάιο και τον Ιούνιο του 2005. Σύμφωνα με την κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε ο σκοπός της επιχείρησης ήταν να βάλει τέλος στις δραστηριότητες των μαυραγοριτών, αλλά σύμφωνα με τους ανεξάρτητους παρατηρητές, τα αίτια ήταν άλλα και πιο αποκρουστικά...
Αν δε γνώριζε κανείς τα γεγονότα θα νόμιζε ότι η Ζιμπάμπουε κτυπήθηκε από κάποιο τυφώνα. Ωστόσο οι σκηνές μαζικής καταστροφής, σε μια περιοχή όπου κάποτε ζούσαν και εργάζονταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, αποτελεί έργο του πρόεδρου Ρόμπερτ Μουγκάμπε και του στρατού του. Ανάμεσα στα ερείπια μπορεί ακόμη να διακρίνει κανείς απομεινάρια από τα προϊόντα που κάποτε πωλούνταν στις περιοχές αυτές: τρόφιμα, ρούχα, λουλούδια.
Εδώ κι εκεί βλέπει κανείς μοναχικούς ανθρώπους να προσπαθούν να περισώσουν οτιδήποτε μπορούν από την πρόσφατη καταστροφή. Το ίδιο σκηνικό παντού: φτωχοί άνθρωποι, ισοπεδωμένες συνοικίες. Στη Χαράρε, στο Μπουλαγάο και στους Καταρράκτες της Βικτορίας.
Αλλά, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις των μεγάλων φυσικών καταστροφών, όπως το Τσουνάμι, κανείς δε σπεύδει να προσφέρει βοήθεια στους άστεγους της Ζιμπάμπουε. Έχουν παραμείνει εκτεθειμένοι στα στοιχεία της φύσης και τις εξοντωτικές θερμοκρασίες του μεσοχείμωνου. Τις νύχτες μαζεύονται γύρω από τις φωτιές που ανάβουν μέσα σε σκουριασμένα βαρέλια, προσπαθώντας να ζεσταθούν και να ζήσουν λίγο ακόμη, εγκατελημμένοι από όλους.
Από τις 19 Μαΐου (2005) περίπου τριακόσιες χιλιάδες άνθρωποι έχουν μείνει άστεγοι στην πόλη της Χαράρε και τα προάστια, στη διάρκεια των μαζικών εκκαθαριστικών επιδρομών από το στρατό και την αστυνομία της Ζιμπάμπουε. Δύο παιδιά και τέσσερις ενήλικες έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια των επιχειρήσεων, ενώ μία γυναίκα αναγκάστηκε να γεννήσει έξω, στην αυλή του σπιτιού, ενώ οι στρατιώτες το λεηλατούσαν.
Η επιχείρηση αυτή του Μουγκάμπε είχε σαν στόχο τις εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριωτών του, που μετανάστευσαν μαζικά στις πόλεις, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Μετά τη χρήση αλόγιστης βίας, εκ μέρους της κυβέρνησης, αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω στα μέρη τους, σε αγροτικές περιοχές όπου δουλειά δεν υπάρχει ούτε για δείγμα.
Σύμφωνα με την αντιπολίτευση, την Κίνηση για Δημοκρατική Αλλαγή (MDC) οι επιδρομές είχαν σκοπό την αποδυνάμωση της δύναμής του κινήματος (κάτι που δεν μπορεί να απέχει και πολύ απ’ την αλήθεια – σ.τ.μ)...
Ο Μουγκάμπε εδώ και δεκαετίες στηρίζει με κάθε μέσο τους οπαδούς του, σε βάρος των πολιτικών του αντιπάλων. Αν και συχνά πυκνά επιδίδεται σε μαρξιστικές κορώνες στην πραγματικότητα είναι ένας ακόμη αφρικανός δικτάτορας, που διαλύει με η χρήση βίας ή χωρίς, τους αντιπάλους του, μοιράζοντας τη λεία – φάρμες και σπίτια – στους αυλοκόλακες και στα πιστά μέλη του κόμματός του (Zanu-PF).
Σχετικά με το θέμα αυτό, αλλά και με άλλα που αφορούν τα έργα και τις ημέρες του Μουγκάμπε, θύμα σκληρής κριτικής έχει πέσει και ο πρόεδρος Μπέκι της Νοτίου Αφρικής, στον οποίο καταλογίζουν δειλία, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της χώρας του με τη Ζιμπάμπουε. Με μια δόση πικρίας λένε ότι ο Μπέκι φοβάται το Μουγκάμπε, αφού με κάθε ευκαιρία ο τελευταίος τον χαρακτηρίζει σαν «μαριονέτα της δύσης», χωρίς να λαμβάνει ανάλογη απάντηση, ενισχύοντας έτσι τη φήμη ότι ο ίδιος είναι άτρωτος.
Του ταξιδιού η λύπη κι ένα χαμόγελο πικρό
Ανυπομονούσα να έρθω στην Αφρική, πολύ, και τώρα που τα κατάφερα νιώθω περισσότερο λύπη παρά χαρά. Είχα, βλέπετε, φτιάξει στα μέσα μου μάτια, παρόλα τα προβλήματα τα οποία γνώριζα, μια μαγική εικόνα. Μια εικόνα που διαλύθηκε σα σκόνη στον άνεμο.
Ναι, το ήξερα ότι η χώρα που γεννήθηκα, η Ζιμπάμπουε, είχε πάρει την κάτω βόλτα, αλλά το πόσο χαμηλά θα έπεφτε ποτέ δεν το περίμενα. Άλλο είναι να τ’ ακούς από μακριά μέσα απ’ την όποια πολυτελή – για τα εδώ δεδομένα – ζωή σου, και άλλο να τα βλέπεις από κοντά.
Πολιτικές δολοφονίες, περίεργα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, ξαφνικοί θάνατοι, διαφθορά και όλο και πιο υψηλή εγκληματικότητα είναι τα χαρακτηριστικά της νέας Ζιμπάμπουε.
Και ο Μουγκάμπε στον κόσμο του, στα παλάτια του. Να κτίζει το ένα μετά το άλλο τα πολυτελή του σπίτια εδώ κι εκεί σ’ ολόκληρη τη χώρα, να στοιβάζει χρήμα σε τράπεζες του εξωτερικού και να γίνεται όλο και πιο αυταρχικός, όλο και πιο παράφρων, βυθίζοντας το λαό του στην ένδεια και τη μιζέρια.
Με τον πληθωρισμό να τρέχει στα 2000%(!), με τους επενδυτές, αλλά και τους μορφωμένους ντόπιους να φεύγουν μαζικά από τη χώρα, με τον κίνδυνο της πλήρους απομόνωσης και της πείνας να καραδοκεί, η πορεία προς την καταστροφή μοιάζει χωρίς επιστροφή. Μία ακόμη ανθρωπιστική κρίση βρίσκεται προ των πυλών. Μία ακόμη αφρικανική χώρα, λόγω της ανικανότητας και της διαφθοράς των κυβερνώντων, οδεύει προς το χάος.
Για να καταλάβετε το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής απλά σημειώνω ότι κάποτε ένα δολάριο Αμερικής αγόραζε τρία δολάρια Ζιμπάμπουε. Σήμερα αγοράζει 110 χιλιάδες, αν το ανταλλάξετε στην τράπεζα, και μέχρι και 400 χιλιάδες στη μαύρη αγορά. Τα λεφτά της Μονόπολης έχουν περισσότερη αξία.
Το μόνο θετικό στοιχείο είναι ότι, παρόλη την εγκληματικότητα, μαύροι και λευκοί συμβιώνουν ειρηνικά. Είναι τόσο ευγενικοί μεταξύ τους, που ώρες ώρες νιώθει κανείς ότι κάτι άλλο κρύβεται πίσω απ’ αυτή την εικόνα. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι τόσο οι μαύροι και λευκοί νοτιοαφρικάνοι όσο και οι αντίστοιχοι της Ζιμπάμπουε είναι από τους πιο ευγενείς ανθρώπους που γνώρισα ποτέ. Σαν παλιομοδήτες ευρωπαίοι, είναι σχεδόν πάντα χαμογελαστοί, πάντα πρόθυμοι να βοηθήσουν και δεν τους ενοχλεί καθόλου να δώσουν τη σειρά τους στην ουρά, ας πούμε του αεροδρομίου, σε κάποιον άλλο που επείγεται. Για να το θέσω απλά: δεν έχουν καμία σχεδόν σχέση με τους ανθρώπους της δύσης, κι αυτό, αν μη τι άλλο, είναι ένα ενθαρρυντικό στοιχείο.
Πάντως, οφείλω να ομολογήσω, ότι οι πρώτες αυτές μέρες του ταξιδιού, ξύπνησαν μέσα μου τις ενοχές – τις ενοχές ότι ποτέ δεν έκανα ό,τι στ’ αλήθεια μπορούσα για να βοηθήσω λίγο περισσότερο, για να κάνω έστω και σ’ ένα μικρό και περιορισμένο κύκλο πιο γνωστά τα προβλήματα της περιοχής. Όχι πως θα νοιάζονταν, αλλά αν το έκανα θα ένιωθα ακόμη ένα κάποιο σεβασμό για τον εαυτό μου, που στα χρόνια της εφηβείας και της πρώτης ενηλικίωσης ήταν ένας άνθρωπος πιο καλός, που ενδιαφερόταν και πονούσε περισσότερο για τους άλλους, τους λιγότερο τυχερούς από τον ίδιο.
Αν δεν αλλάξω λοιπόν πάλι γνώμη και δε βαρεθώ, το μπλογκ αυτό από τώρα και στο εξής δε θα είναι μόνο ταξιδιωτικό, αλλά θα μιλά για όλα τα θέματα που αφορούν την αγαπημένη μαύρη ήπειρο: για τους τόπους και τους ανθρώπους της, για τα προβλήματα και τις προοπτικές της, για τις μουσικές και τα έθιμα και την ιστορία της. Είτε μέσα από δικές μου προσωπικές μαρτυρίες, είτε από μαρτυρίες άλλων και μεταφράσεις και συνδέσμους, θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω τον παλμό της περιοχής που τώρα βρίσκομαι, κι όπου σύντομα στο μέλλον σκοπεύω να επιστρέψω. Αλλά, επειδή όπως λένε: «Όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, οι θεοί γελάνε!» ας κλείσω εδώ αυτό το σημείωμα.
Ναι, το ήξερα ότι η χώρα που γεννήθηκα, η Ζιμπάμπουε, είχε πάρει την κάτω βόλτα, αλλά το πόσο χαμηλά θα έπεφτε ποτέ δεν το περίμενα. Άλλο είναι να τ’ ακούς από μακριά μέσα απ’ την όποια πολυτελή – για τα εδώ δεδομένα – ζωή σου, και άλλο να τα βλέπεις από κοντά.
Πολιτικές δολοφονίες, περίεργα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, ξαφνικοί θάνατοι, διαφθορά και όλο και πιο υψηλή εγκληματικότητα είναι τα χαρακτηριστικά της νέας Ζιμπάμπουε.
Και ο Μουγκάμπε στον κόσμο του, στα παλάτια του. Να κτίζει το ένα μετά το άλλο τα πολυτελή του σπίτια εδώ κι εκεί σ’ ολόκληρη τη χώρα, να στοιβάζει χρήμα σε τράπεζες του εξωτερικού και να γίνεται όλο και πιο αυταρχικός, όλο και πιο παράφρων, βυθίζοντας το λαό του στην ένδεια και τη μιζέρια.
Με τον πληθωρισμό να τρέχει στα 2000%(!), με τους επενδυτές, αλλά και τους μορφωμένους ντόπιους να φεύγουν μαζικά από τη χώρα, με τον κίνδυνο της πλήρους απομόνωσης και της πείνας να καραδοκεί, η πορεία προς την καταστροφή μοιάζει χωρίς επιστροφή. Μία ακόμη ανθρωπιστική κρίση βρίσκεται προ των πυλών. Μία ακόμη αφρικανική χώρα, λόγω της ανικανότητας και της διαφθοράς των κυβερνώντων, οδεύει προς το χάος.
Για να καταλάβετε το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής απλά σημειώνω ότι κάποτε ένα δολάριο Αμερικής αγόραζε τρία δολάρια Ζιμπάμπουε. Σήμερα αγοράζει 110 χιλιάδες, αν το ανταλλάξετε στην τράπεζα, και μέχρι και 400 χιλιάδες στη μαύρη αγορά. Τα λεφτά της Μονόπολης έχουν περισσότερη αξία.
Το μόνο θετικό στοιχείο είναι ότι, παρόλη την εγκληματικότητα, μαύροι και λευκοί συμβιώνουν ειρηνικά. Είναι τόσο ευγενικοί μεταξύ τους, που ώρες ώρες νιώθει κανείς ότι κάτι άλλο κρύβεται πίσω απ’ αυτή την εικόνα. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι τόσο οι μαύροι και λευκοί νοτιοαφρικάνοι όσο και οι αντίστοιχοι της Ζιμπάμπουε είναι από τους πιο ευγενείς ανθρώπους που γνώρισα ποτέ. Σαν παλιομοδήτες ευρωπαίοι, είναι σχεδόν πάντα χαμογελαστοί, πάντα πρόθυμοι να βοηθήσουν και δεν τους ενοχλεί καθόλου να δώσουν τη σειρά τους στην ουρά, ας πούμε του αεροδρομίου, σε κάποιον άλλο που επείγεται. Για να το θέσω απλά: δεν έχουν καμία σχεδόν σχέση με τους ανθρώπους της δύσης, κι αυτό, αν μη τι άλλο, είναι ένα ενθαρρυντικό στοιχείο.
Πάντως, οφείλω να ομολογήσω, ότι οι πρώτες αυτές μέρες του ταξιδιού, ξύπνησαν μέσα μου τις ενοχές – τις ενοχές ότι ποτέ δεν έκανα ό,τι στ’ αλήθεια μπορούσα για να βοηθήσω λίγο περισσότερο, για να κάνω έστω και σ’ ένα μικρό και περιορισμένο κύκλο πιο γνωστά τα προβλήματα της περιοχής. Όχι πως θα νοιάζονταν, αλλά αν το έκανα θα ένιωθα ακόμη ένα κάποιο σεβασμό για τον εαυτό μου, που στα χρόνια της εφηβείας και της πρώτης ενηλικίωσης ήταν ένας άνθρωπος πιο καλός, που ενδιαφερόταν και πονούσε περισσότερο για τους άλλους, τους λιγότερο τυχερούς από τον ίδιο.
Αν δεν αλλάξω λοιπόν πάλι γνώμη και δε βαρεθώ, το μπλογκ αυτό από τώρα και στο εξής δε θα είναι μόνο ταξιδιωτικό, αλλά θα μιλά για όλα τα θέματα που αφορούν την αγαπημένη μαύρη ήπειρο: για τους τόπους και τους ανθρώπους της, για τα προβλήματα και τις προοπτικές της, για τις μουσικές και τα έθιμα και την ιστορία της. Είτε μέσα από δικές μου προσωπικές μαρτυρίες, είτε από μαρτυρίες άλλων και μεταφράσεις και συνδέσμους, θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω τον παλμό της περιοχής που τώρα βρίσκομαι, κι όπου σύντομα στο μέλλον σκοπεύω να επιστρέψω. Αλλά, επειδή όπως λένε: «Όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, οι θεοί γελάνε!» ας κλείσω εδώ αυτό το σημείωμα.
Όταν είδα μια ύαινα να δακρύζει
Παρασκευή 7 Ιουλίου
Σήμερα πήγαμε στο Μπάλι Βον (Bally Vaughan), ένα καταφύγιο άγριων, ή, και όχι και τόσο άγριων ζώων.
Βρίσκεται 45 χιλιόμετρα μακριά από τη Χαράρε, στη κατεύθυνση προς το Μτόκο, ή Μουτόκο, το οποίο μάλλον δε θα επισκεφθώ αυτή τη φορά.Το καταφύγιο έχουν αναλάβει πρόσφατα δύο λευκές, μάνα και κόρη, που καταβάλλουν σκληρές προσπάθειες για να το σώσουν από την καταστροφή, αν και σ’ αυτή την περίπτωση η τελευταία ίσως και να ήταν η καλύτερη λύση, με την προϋπόθεση ότι τα ζώα θα αφήνονταν ελεύθερα στη φύση. Το λέω αυτό επειδή τα – άγρια κυρίως – ζώα εκεί μοιάζουν ναρκωμένα, σχεδόν εκκωφαντικά δυστυχισμένα. Βαριεστημένα λιοντάρια, ύαινες και λιλιπούτεια πιθηκάκια που δακρύζουν ή που το βλέμμα τους στάζει θλίψη είναι το κυρίως θλιβερό σκηνικό, αλλά υπάρχει και η ευχάριστη πλευρά των πραγμάτων με τα άγρια άλογα, τα ελεύθερα γαϊδουράκια, τις πάπιες, τις χήνες, τα ιθαγενή ζώα και τους μικρούτσικους καταρράκτες.
Έβλεπα τα πρώτα και μου πόναγε η ψυχή, αλλά όπως έλεγε η Σάρα, η κόρη η λευκή, που φαίνεται να αγαπά πολύ τα ζώα, αυτό οφείλεται στο ότι δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα για να τα ταΐζουν κανονικά. Ακόμη κι εκείνοι που δουλεύουν εκεί, δεν πληρώνονται σχεδόν τίποτα. Τους αρκεί το φαγητό και η στέγη. Η κατάσταση, όπως καταλαβαίνετε, είναι σχεδόν τραγική και μετά χαράς κάναμε μια μικρή εισφορά στο ταμείο του καταφυγίου, ενώ ο ξάδελφος, συνηθισμένος όπως είναι στη γύρω του φτώχεια, άφηνε, όπως και χθες, παντού φιλοδωρήματα... «για ν’ αγοράσουν οι άνθρωποι ψωμί».
Στο δρόμο της επιστροφής είδαμε μια πινακίδα να υποδεικνύει την κατεύθυνση προς κάποιο Βοτανικό Κήπο. Πήγαμε, λοιπόν, προς τα κει. Φτάνοντας, πληρώσαμε ένα τσουχτερό για τα δεδομένα της χωράς αντίτιμο, μπήκαμε μέσα, τριγυρίσαμε για λίγο, απογοητευθήκαμε, φύγαμε. Ο κήπος ήταν ξερός σαν αμαρτία, αφού δεν υπήρχε αρκετό νερό, αλλά και προσωπικό, για να ποτίσει τα λουλούδια και τα δέντρα, τα οποία έμοιαζαν αφημένα στην τύχη τους.
Θλίψη...
Σήμερα πήγαμε στο Μπάλι Βον (Bally Vaughan), ένα καταφύγιο άγριων, ή, και όχι και τόσο άγριων ζώων.
Βρίσκεται 45 χιλιόμετρα μακριά από τη Χαράρε, στη κατεύθυνση προς το Μτόκο, ή Μουτόκο, το οποίο μάλλον δε θα επισκεφθώ αυτή τη φορά.Το καταφύγιο έχουν αναλάβει πρόσφατα δύο λευκές, μάνα και κόρη, που καταβάλλουν σκληρές προσπάθειες για να το σώσουν από την καταστροφή, αν και σ’ αυτή την περίπτωση η τελευταία ίσως και να ήταν η καλύτερη λύση, με την προϋπόθεση ότι τα ζώα θα αφήνονταν ελεύθερα στη φύση. Το λέω αυτό επειδή τα – άγρια κυρίως – ζώα εκεί μοιάζουν ναρκωμένα, σχεδόν εκκωφαντικά δυστυχισμένα. Βαριεστημένα λιοντάρια, ύαινες και λιλιπούτεια πιθηκάκια που δακρύζουν ή που το βλέμμα τους στάζει θλίψη είναι το κυρίως θλιβερό σκηνικό, αλλά υπάρχει και η ευχάριστη πλευρά των πραγμάτων με τα άγρια άλογα, τα ελεύθερα γαϊδουράκια, τις πάπιες, τις χήνες, τα ιθαγενή ζώα και τους μικρούτσικους καταρράκτες.
Έβλεπα τα πρώτα και μου πόναγε η ψυχή, αλλά όπως έλεγε η Σάρα, η κόρη η λευκή, που φαίνεται να αγαπά πολύ τα ζώα, αυτό οφείλεται στο ότι δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα για να τα ταΐζουν κανονικά. Ακόμη κι εκείνοι που δουλεύουν εκεί, δεν πληρώνονται σχεδόν τίποτα. Τους αρκεί το φαγητό και η στέγη. Η κατάσταση, όπως καταλαβαίνετε, είναι σχεδόν τραγική και μετά χαράς κάναμε μια μικρή εισφορά στο ταμείο του καταφυγίου, ενώ ο ξάδελφος, συνηθισμένος όπως είναι στη γύρω του φτώχεια, άφηνε, όπως και χθες, παντού φιλοδωρήματα... «για ν’ αγοράσουν οι άνθρωποι ψωμί».
Στο δρόμο της επιστροφής είδαμε μια πινακίδα να υποδεικνύει την κατεύθυνση προς κάποιο Βοτανικό Κήπο. Πήγαμε, λοιπόν, προς τα κει. Φτάνοντας, πληρώσαμε ένα τσουχτερό για τα δεδομένα της χωράς αντίτιμο, μπήκαμε μέσα, τριγυρίσαμε για λίγο, απογοητευθήκαμε, φύγαμε. Ο κήπος ήταν ξερός σαν αμαρτία, αφού δεν υπήρχε αρκετό νερό, αλλά και προσωπικό, για να ποτίσει τα λουλούδια και τα δέντρα, τα οποία έμοιαζαν αφημένα στην τύχη τους.
Θλίψη...
Στη Χαράρε και στη Φύση
6 Ιουλίου 2006
Επαρχιακή πόλη της Ευρώπης θυμίζει η Χαράρε και ας είναι η πρωτεύουσα της χώρας. Εντάξει έχει τις πολυκατοικίες και τους ουρανοξύστες της, αλλά κυκλοφοριακό πρόβλημα ουσιαστικά δεν υπάρχει – αυτό ίσως να οφείλεται και στο ότι οι κάτοικοι είναι πολύ φτωχοί για ν’ αγοράσουν αυτοκίνητο – ενώ κάποιος μπορεί πολύ εύκολα να βρει το δρόμο του τόσο στην πόλη, όσο και στα προάστια.
Μια βόλτα στη 1st Street είναι αρκετή για να σας δώσει μια χαρακτηριστική εικόνα της πόλης. Πεζόδρομοι και μικρές πλατείες, μαγαζιά όλο και πιο άδεια από προμήθειες, καλοντυμένοι μαύροι και λευκοί, αλλά και παιδιά των δρόμων, εμπορικά κέντρα και μαγαζάκια της γειτονιάς.
Η φτώχεια δεν είναι και τόσο φανερή στο κέντρο της πόλης, αλλά το καλό το κράτος φροντίζει γι’ αυτό, κρατώντας όσο είναι δυνατόν μακριά, τα στοιχεία που θα μπορούσαν να χαλάσουν την εικόνα. Ωστόσο δεν τα καταφέρνει και τόσο, αφού τριγυρνώντας με τον ξάδελφο, βρήκαμε το Γραφείο Πληροφοριών κλειστό “Because of the weather” (20 βαθμοί και λιακάδα, το προσωπικό μάλλον θα πήγε να χουζουρέψει στο πάρκο), ενώ όλο και κάποιοι μας πλησίαζαν με προσφορές για ανταλλαγή συναλλάγματος, αλλά και καλής γυναικείας συντροφιάς.
Τα περισσότερα πάρκα της πόλης μεταδίδουν μια εικόνα εγκατάλειψης. Ειδικά το Γκρίνγουντ που βρίσκεται δίπλα στο προεδρικό μέγαρο, που μάλλον θυμίζει ντράιγουντ, με εξαίρεση κάποια δέντρα που δεν έχουν, όπως φαίνεται, ανάγκη το νερό. (Με την ευκαιρία να αναφέρω ότι απαγορεύεται η διέλευση οχημάτων μπροστά από το σπίτι του μεγάλου από τις έξη το απόγευμα μέχρι τις έξη το πρωί. Ο μάγκας μάλλον πάσχει από αϋπνίες) Κάποια άλλα πάρκα, όπως εκείνο που βρίσκεται δίπλα στην αμερικάνικη πρεσβεία δεν είναι και σε τόσο άσχημη κατάσταση, γι’ αυτό και προσελκύουν τους ντόπιους.
Φυσικά η πόλη, παρότι τα περισσότερα αυτοκίνητα είναι παλιά, δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Το περπάτημα δε μολύνει τους αιθέρες.
Τριγυρνώντας στα εμπορικά κέντρα της πόλης και των προαστίων, αντίκρισα ένα πρόσωπο της χώρας που δεν περίμενα να δω. Πολυκινηματογράφοι, καφετέριες, ηλεκτρονικοί υπολογιστές τελευταίας τεχνολογίας, ρούχα και παπούτσια γνωστών οίκων είναι το σκηνικό. Εκεί συχνάζουν οι πλούσιοι, περισσότερο μαύροι και λιγότερο λευκοί, με τους πρώτους να δείχνουν ιδιαίτερη αδυναμία στα ευρωπαϊκά ακριβά αυτοκίνητα. Τώρα, με τι ασχολούνται και που βρήκαν όλο αυτό το χρήμα, εύκολα κανείς μπορεί να καταλάβει.
Μετά από τέσσερις ώρες περιπλάνησης – στη διάρκεια των οποίων δε συνάντησα ούτε ένα τουρίστα! – και δύο υπέροχους καπουτσίνο (αφρικάνικο καφέ πίνω στο σπίτι κάθε μέρα) κινήσαμε για το Κούιμπα Σίρι, ένα πάρκο όπου «φιλοξενούνται» διάφορα είδη πουλιών στις όχθες της λίμνης Κιβέρο, 40 χιλιόμετρα μακριά από τη Χαράρε. Και εκεί ήρθαμε αντιμέτωποι με μια εικόνα μερικής εγκατάλειψης. Η έλλειψη πόρων, οι όλο και λιγότεροι επισκέπτες και η αδιαφορία του κράτους αφήνουν τα σημάδια τους. Είδαμε πολλά πουλιά, αλλά ακόμη περισσότερα άδεια κλουβιά. Ευτυχώς μας αποζημίωσε η λίμνη με την ομορφιά της. Φεύγοντας ένιωθα μια πικρόγλυκη αίσθηση να με κυριεύει καθώς αναρωτιόμουν πόσο διαφορετική θα μπορούσε να ήταν η κατάσταση, αν στην κυβέρνηση βρίσκονταν κάποιοι άλλοι, ικανοί και αδιάφθοροι άνθρωποι, κάποιοι που θα νοιάζονταν για τη χώρα και όχι για το προσωπικό τους συμφέρον.Στο δρόμο της επιστροφής ήμουν σιωπηλός, σιωπηλός και σκεφτικός και κάπου λυπημένος...
Επαρχιακή πόλη της Ευρώπης θυμίζει η Χαράρε και ας είναι η πρωτεύουσα της χώρας. Εντάξει έχει τις πολυκατοικίες και τους ουρανοξύστες της, αλλά κυκλοφοριακό πρόβλημα ουσιαστικά δεν υπάρχει – αυτό ίσως να οφείλεται και στο ότι οι κάτοικοι είναι πολύ φτωχοί για ν’ αγοράσουν αυτοκίνητο – ενώ κάποιος μπορεί πολύ εύκολα να βρει το δρόμο του τόσο στην πόλη, όσο και στα προάστια.
Μια βόλτα στη 1st Street είναι αρκετή για να σας δώσει μια χαρακτηριστική εικόνα της πόλης. Πεζόδρομοι και μικρές πλατείες, μαγαζιά όλο και πιο άδεια από προμήθειες, καλοντυμένοι μαύροι και λευκοί, αλλά και παιδιά των δρόμων, εμπορικά κέντρα και μαγαζάκια της γειτονιάς.
Η φτώχεια δεν είναι και τόσο φανερή στο κέντρο της πόλης, αλλά το καλό το κράτος φροντίζει γι’ αυτό, κρατώντας όσο είναι δυνατόν μακριά, τα στοιχεία που θα μπορούσαν να χαλάσουν την εικόνα. Ωστόσο δεν τα καταφέρνει και τόσο, αφού τριγυρνώντας με τον ξάδελφο, βρήκαμε το Γραφείο Πληροφοριών κλειστό “Because of the weather” (20 βαθμοί και λιακάδα, το προσωπικό μάλλον θα πήγε να χουζουρέψει στο πάρκο), ενώ όλο και κάποιοι μας πλησίαζαν με προσφορές για ανταλλαγή συναλλάγματος, αλλά και καλής γυναικείας συντροφιάς.
Τα περισσότερα πάρκα της πόλης μεταδίδουν μια εικόνα εγκατάλειψης. Ειδικά το Γκρίνγουντ που βρίσκεται δίπλα στο προεδρικό μέγαρο, που μάλλον θυμίζει ντράιγουντ, με εξαίρεση κάποια δέντρα που δεν έχουν, όπως φαίνεται, ανάγκη το νερό. (Με την ευκαιρία να αναφέρω ότι απαγορεύεται η διέλευση οχημάτων μπροστά από το σπίτι του μεγάλου από τις έξη το απόγευμα μέχρι τις έξη το πρωί. Ο μάγκας μάλλον πάσχει από αϋπνίες) Κάποια άλλα πάρκα, όπως εκείνο που βρίσκεται δίπλα στην αμερικάνικη πρεσβεία δεν είναι και σε τόσο άσχημη κατάσταση, γι’ αυτό και προσελκύουν τους ντόπιους.
Φυσικά η πόλη, παρότι τα περισσότερα αυτοκίνητα είναι παλιά, δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Το περπάτημα δε μολύνει τους αιθέρες.
Τριγυρνώντας στα εμπορικά κέντρα της πόλης και των προαστίων, αντίκρισα ένα πρόσωπο της χώρας που δεν περίμενα να δω. Πολυκινηματογράφοι, καφετέριες, ηλεκτρονικοί υπολογιστές τελευταίας τεχνολογίας, ρούχα και παπούτσια γνωστών οίκων είναι το σκηνικό. Εκεί συχνάζουν οι πλούσιοι, περισσότερο μαύροι και λιγότερο λευκοί, με τους πρώτους να δείχνουν ιδιαίτερη αδυναμία στα ευρωπαϊκά ακριβά αυτοκίνητα. Τώρα, με τι ασχολούνται και που βρήκαν όλο αυτό το χρήμα, εύκολα κανείς μπορεί να καταλάβει.
Μετά από τέσσερις ώρες περιπλάνησης – στη διάρκεια των οποίων δε συνάντησα ούτε ένα τουρίστα! – και δύο υπέροχους καπουτσίνο (αφρικάνικο καφέ πίνω στο σπίτι κάθε μέρα) κινήσαμε για το Κούιμπα Σίρι, ένα πάρκο όπου «φιλοξενούνται» διάφορα είδη πουλιών στις όχθες της λίμνης Κιβέρο, 40 χιλιόμετρα μακριά από τη Χαράρε. Και εκεί ήρθαμε αντιμέτωποι με μια εικόνα μερικής εγκατάλειψης. Η έλλειψη πόρων, οι όλο και λιγότεροι επισκέπτες και η αδιαφορία του κράτους αφήνουν τα σημάδια τους. Είδαμε πολλά πουλιά, αλλά ακόμη περισσότερα άδεια κλουβιά. Ευτυχώς μας αποζημίωσε η λίμνη με την ομορφιά της. Φεύγοντας ένιωθα μια πικρόγλυκη αίσθηση να με κυριεύει καθώς αναρωτιόμουν πόσο διαφορετική θα μπορούσε να ήταν η κατάσταση, αν στην κυβέρνηση βρίσκονταν κάποιοι άλλοι, ικανοί και αδιάφθοροι άνθρωποι, κάποιοι που θα νοιάζονταν για τη χώρα και όχι για το προσωπικό τους συμφέρον.Στο δρόμο της επιστροφής ήμουν σιωπηλός, σιωπηλός και σκεφτικός και κάπου λυπημένος...
Αφρική... ημέρες τρεις!
5 Ιουλίου 2006
Τρεις ημέρες πέρασαν από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Αφρική και πιο συγκεκριμένα στη Χαράρε της Ζιμπάμπουε. Τι κατάλαβα; Απολύτως τίποτα! Ή ίσως κάτι! Τι έκανα; Απολύτως τίποτα. Ίσως, εδώ δε χωράει.
Αλήθεια είναι. Για τρεις μέρες λίγο πολύ κοιμόμουνα. Ίσως να φταίνε οι συσσωρευμένες αϋπνίες των τελευταίων μηνών, ίσως το μακρινό ταξίδι, ίσως η αλλαγή κλίματος. Εδώ, στη διάρκεια της ημέρας η θερμοκρασία κυμαίνεται από 16 έως 20 βαθμούς, ενώ τα βράδια από τρεις έως πέντε. Ωστόσο την ημέρα νιώθει κανείς λίγο ζέστη και το βράδυ λίγο κρύο. Αεροκαταστάσεις και θερμάνσεις δε χρειάζονται. Οι ουρανοί όλη μέρα γαλανοί, αλλά η μέρα μικρή, σα μια ανάσα, αφού μόλις πριν δυο βδομάδες πέρασε το μεσοχείμωνο.
Μένω σ’ ένα προάστιο της Χαράρε, όπου ζουν λίγο πολύ μόνο τρομοκρατημένοι λευκοί. Το σπίτι της θείας, που μέχρι τώρα δεν είχα δει ποτέ ξανά στη ζωή μου, είναι όπως το περίμενα, αλλά πιο φτωχικό. Αρκετή γη, ένα συνηθισμένο σπίτι, σιδερόφρακτες πόρτες και παράθυρα, ένα ψηλό τείχος, ηλεκτροφόρος φράκτης.
Από τη στιγμή που έφτασα εδώ δεν ακούω παρά ιστορίες για αγρίους, τόσο από τη θεία, όσο και από τη νονά (τελευταία συνάντησή μας το 1982), αλλά κι από τον ξάδελφο. Η κατάσταση στη χωρά είναι πολύ χειρότερη απ’ ό,τι περίμενα. Ο πληθωρισμός να τρέχει με χίλια (με 2000 κατ’ ακρίβειαν!), η φτώχεια μέρα με τη μέρα να γίνεται όλο και πιο αισθητή, οι προμήθειες στα μαγαζιά να εξαντλούνται, η εγκληματικότητα να παίρνει την άνω βόλτα και το καθεστώς να γίνεται όλο και πιο σκληρό.
Θα μου πείτε: Μα μαθαίνεις μόνο τη μία πλευρά των πραγμάτων! Θα απαντήσω: Όχι ακριβώς. Γιατί αν και λευκοί, αν και κλεισμένοι στο μικρόκοσμό τους, οι άνθρωποι δεν κατηγορούνε ποτέ το λαό, αλλά μόνο τους κυβερνώντες. Γιατί ο λαός, υποφέρει κι αυτός! Περισσότερο απ’ ό,τι υπέφερε τον καιρό της βρετανικής κατοχής, επειδή τότε είχε τουλάχιστον να φάει.
Έτσι, ενώ ο Μουγκάμπε περνάει ζωή και κότα, και στοιβάζει χρήμα σε τράπεζες του εξωτερικού (Το 2008 λέει θα αφυπηρετήσει. Να μην έχει κάτι κι αυτός να ζήσει;), παιδιά πεθαίνουν από την πείνα στα πάρκα, η αγροτική παραγωγή έχει αγγίξει το απόλυτο μηδέν (αφού έδιωξε τους γαιοκτήμονες και τους αγρότες για να δώσει τη γη στους παραστρατιωτικούς που δεν είχαν ιδέα πως να την εκμεταλλευτούν), η ζωή γίνεται όλο και πιο στρατοκρατούμενη, και οι φυλακές γεμίζουν με αντιφρονούντες. Α, και το χρήμα, αξίζει λιγότερο από το τίποτα!. Ένα αμερικάνικο δολάριο ισούται με 110,000 δολάρια Ζιμπάμπουε στην κανονική αγορά. Στη μαύρη ωστόσο αγγίζει τις 400 χιλιάδες και όλο πάει πάρα κάτω. Να σκεφτείτε, ένα μικρό ταξιδιωτικό οδηγό τον αγόρασα για πέντε εκατομμύρια δολάρια! (Από το εμπορικό κέντρο του Μπόροντεϊλ, το μόνο μέρος που επισκέφθηκα μέχρι τώρα)
Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμιά σωτηρία; Μάλλον όχι. Ειδικά όταν σκεφτεί κανείς ότι οι πιο ευτυχισμένοι, ή, μάλλον οι λιγότερο δυστυχισμένοι αυτόχθονες κάτοικοι της χώρας είναι αυτοί που δουλεύουν με τους λευκούς, επειδή αν μη τι άλλο βγάζουν τα προς το ζην. Σε ό,τι αφορά εκείνους που ζουν στις παραγκουπόλεις των προαστίων, αλλά δουλεύουν στις πόλεις η κατάσταση είναι μάλλον τραγική, αφού οι μισθοί τους είναι τόσο χαμηλοί που δεν μπορούν να χρησιμοποιούν το λεωφορείο για να πηγαίνουν στις δουλειές τους, και γι’ αυτό το λόγο αναγκάζονται να περπατούν μέχρι και πέντε ώρες καθημερινά.
Γιατί δεν εξεγείρονται θα μου πείτε; Μα, επειδή ο στρατός κρατά σφικτά τα λουριά. Οι στρατιώτες και οι αστυνομικοί είναι οι μόνοι που πληρώνονται καλά απ’ την κυβέρνηση γι’ αυτό ακριβώς το λόγο. Αλλά, επειδή δεν υπάρχουν χρήματα στα κρατικά ταμεία, το κυβερνητικό τυπογραφείο στα τέλη κάθε μήνα δουλεύει υπερωρίες για να καλύψει τα σπασμένα. Και η ζωή συνεχίζεται, αν μπορεί να το ονομάσει κανείς αυτό ζωή.
Πάντως το πιο κουφό το άκουσα χθες το βράδυ στις ειδήσεις: Ένα αεροπλάνο πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση στους Καταρράκτες της Βικτορίας, λόγω προβλημάτων στον κινητήρα. Το αεροπλάνο, ολοκαίνουριο στην κατασκευή του, είχε παραχωρηθεί ΔΩΡΕΑΝ στην αεροπορία της χώρας, στα πλαίσια μιας συμφωνίας με την Κίνα όπου: «Πληρώνετε δύο και παίρνετε τρία,» όπως και στο Βερόπουλο!
Μιλώντας για την Κίνα να αναφέρω ότι μαύροι και λευκοί φοβούνται ότι η εισβολή της στην αγορά θα φέρει τα χειρότερα, καθώς τόσο οι μικρές βιοτεχνίες, όσο και οι λίγες εναπομένουσες ντόπιες βιομηχανίες, θα απειληθούν άμεσα με λουκέτο. Το κακό είναι ότι η χώρα, προς το παρόν τους χρειάζεται, αφού ο σινιόρ Μουγκάμπε έχει καταφέρει να τα σπάσει με όλους: Από Ηνωμένα Έθνη μέχρι Βρετανία, από ΗΠΑ μέχρι Νότιο Αφρική, από Μοζαμβίκη μέχρι Ζάμπια. Στις τελευταίες δύο μάλιστα άρχισαν να καταφεύγουν όλο και περισσότεροι μορφωμένοι Ζιμπαμπουμπιανοί, αφού εκεί βρίσκουν εύκολα δουλειές, που τους αποφέρουν αρκετά ώστε να συντηρούν τις οικογένειές τους, αλλά και να φυλάνε και κάτι σε περίπτωση που αρχίσουν πάλι γι’ αυτούς οι αναποδιές.
Όπως και νάχει, ας κλείσω εδώ, αφού τα σεντόνια είναι κουραστικά. Υποθέτω ότι έχουν πολλά ακόμη να δουν τα μάτια μου. Για τόπους κι ανθρώπους ελπίζω ν’ αρχίσω να σας γράφω από το επόμενο πόστι. Προς το παρόν οι αναρτήσεις θα είναι αραιές αφού δεν έχω ίντερνετ εδώ στο σπίτι. Από την ερχόμενη βδομάδα που θα αρχίσω τις περιπλανήσεις ίσως τα πράγματα να γίνουν καλύτερα...
Στη φωτογραφία: Ο κηπουρός. Ζει αυτός και η γυναίκα του εδώ με τους συγγενείς μου. Τα λεφτά που παίρνει δεν είναι πολλά, αλλά αρκετά για να τους συντηρήσουν, αλλά και για το ταξίδι κάθε σαββατοκύριακο στο χωριό τους. Δε βάζω φωτογραφία του προσώπου του γιατί με τον παράφρονα δικτατορίσκο ποτέ κανείς δεν ξέρει.
Τρεις ημέρες πέρασαν από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Αφρική και πιο συγκεκριμένα στη Χαράρε της Ζιμπάμπουε. Τι κατάλαβα; Απολύτως τίποτα! Ή ίσως κάτι! Τι έκανα; Απολύτως τίποτα. Ίσως, εδώ δε χωράει.
Αλήθεια είναι. Για τρεις μέρες λίγο πολύ κοιμόμουνα. Ίσως να φταίνε οι συσσωρευμένες αϋπνίες των τελευταίων μηνών, ίσως το μακρινό ταξίδι, ίσως η αλλαγή κλίματος. Εδώ, στη διάρκεια της ημέρας η θερμοκρασία κυμαίνεται από 16 έως 20 βαθμούς, ενώ τα βράδια από τρεις έως πέντε. Ωστόσο την ημέρα νιώθει κανείς λίγο ζέστη και το βράδυ λίγο κρύο. Αεροκαταστάσεις και θερμάνσεις δε χρειάζονται. Οι ουρανοί όλη μέρα γαλανοί, αλλά η μέρα μικρή, σα μια ανάσα, αφού μόλις πριν δυο βδομάδες πέρασε το μεσοχείμωνο.
Μένω σ’ ένα προάστιο της Χαράρε, όπου ζουν λίγο πολύ μόνο τρομοκρατημένοι λευκοί. Το σπίτι της θείας, που μέχρι τώρα δεν είχα δει ποτέ ξανά στη ζωή μου, είναι όπως το περίμενα, αλλά πιο φτωχικό. Αρκετή γη, ένα συνηθισμένο σπίτι, σιδερόφρακτες πόρτες και παράθυρα, ένα ψηλό τείχος, ηλεκτροφόρος φράκτης.
Από τη στιγμή που έφτασα εδώ δεν ακούω παρά ιστορίες για αγρίους, τόσο από τη θεία, όσο και από τη νονά (τελευταία συνάντησή μας το 1982), αλλά κι από τον ξάδελφο. Η κατάσταση στη χωρά είναι πολύ χειρότερη απ’ ό,τι περίμενα. Ο πληθωρισμός να τρέχει με χίλια (με 2000 κατ’ ακρίβειαν!), η φτώχεια μέρα με τη μέρα να γίνεται όλο και πιο αισθητή, οι προμήθειες στα μαγαζιά να εξαντλούνται, η εγκληματικότητα να παίρνει την άνω βόλτα και το καθεστώς να γίνεται όλο και πιο σκληρό.
Θα μου πείτε: Μα μαθαίνεις μόνο τη μία πλευρά των πραγμάτων! Θα απαντήσω: Όχι ακριβώς. Γιατί αν και λευκοί, αν και κλεισμένοι στο μικρόκοσμό τους, οι άνθρωποι δεν κατηγορούνε ποτέ το λαό, αλλά μόνο τους κυβερνώντες. Γιατί ο λαός, υποφέρει κι αυτός! Περισσότερο απ’ ό,τι υπέφερε τον καιρό της βρετανικής κατοχής, επειδή τότε είχε τουλάχιστον να φάει.
Έτσι, ενώ ο Μουγκάμπε περνάει ζωή και κότα, και στοιβάζει χρήμα σε τράπεζες του εξωτερικού (Το 2008 λέει θα αφυπηρετήσει. Να μην έχει κάτι κι αυτός να ζήσει;), παιδιά πεθαίνουν από την πείνα στα πάρκα, η αγροτική παραγωγή έχει αγγίξει το απόλυτο μηδέν (αφού έδιωξε τους γαιοκτήμονες και τους αγρότες για να δώσει τη γη στους παραστρατιωτικούς που δεν είχαν ιδέα πως να την εκμεταλλευτούν), η ζωή γίνεται όλο και πιο στρατοκρατούμενη, και οι φυλακές γεμίζουν με αντιφρονούντες. Α, και το χρήμα, αξίζει λιγότερο από το τίποτα!. Ένα αμερικάνικο δολάριο ισούται με 110,000 δολάρια Ζιμπάμπουε στην κανονική αγορά. Στη μαύρη ωστόσο αγγίζει τις 400 χιλιάδες και όλο πάει πάρα κάτω. Να σκεφτείτε, ένα μικρό ταξιδιωτικό οδηγό τον αγόρασα για πέντε εκατομμύρια δολάρια! (Από το εμπορικό κέντρο του Μπόροντεϊλ, το μόνο μέρος που επισκέφθηκα μέχρι τώρα)
Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμιά σωτηρία; Μάλλον όχι. Ειδικά όταν σκεφτεί κανείς ότι οι πιο ευτυχισμένοι, ή, μάλλον οι λιγότερο δυστυχισμένοι αυτόχθονες κάτοικοι της χώρας είναι αυτοί που δουλεύουν με τους λευκούς, επειδή αν μη τι άλλο βγάζουν τα προς το ζην. Σε ό,τι αφορά εκείνους που ζουν στις παραγκουπόλεις των προαστίων, αλλά δουλεύουν στις πόλεις η κατάσταση είναι μάλλον τραγική, αφού οι μισθοί τους είναι τόσο χαμηλοί που δεν μπορούν να χρησιμοποιούν το λεωφορείο για να πηγαίνουν στις δουλειές τους, και γι’ αυτό το λόγο αναγκάζονται να περπατούν μέχρι και πέντε ώρες καθημερινά.
Γιατί δεν εξεγείρονται θα μου πείτε; Μα, επειδή ο στρατός κρατά σφικτά τα λουριά. Οι στρατιώτες και οι αστυνομικοί είναι οι μόνοι που πληρώνονται καλά απ’ την κυβέρνηση γι’ αυτό ακριβώς το λόγο. Αλλά, επειδή δεν υπάρχουν χρήματα στα κρατικά ταμεία, το κυβερνητικό τυπογραφείο στα τέλη κάθε μήνα δουλεύει υπερωρίες για να καλύψει τα σπασμένα. Και η ζωή συνεχίζεται, αν μπορεί να το ονομάσει κανείς αυτό ζωή.
Πάντως το πιο κουφό το άκουσα χθες το βράδυ στις ειδήσεις: Ένα αεροπλάνο πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση στους Καταρράκτες της Βικτορίας, λόγω προβλημάτων στον κινητήρα. Το αεροπλάνο, ολοκαίνουριο στην κατασκευή του, είχε παραχωρηθεί ΔΩΡΕΑΝ στην αεροπορία της χώρας, στα πλαίσια μιας συμφωνίας με την Κίνα όπου: «Πληρώνετε δύο και παίρνετε τρία,» όπως και στο Βερόπουλο!
Μιλώντας για την Κίνα να αναφέρω ότι μαύροι και λευκοί φοβούνται ότι η εισβολή της στην αγορά θα φέρει τα χειρότερα, καθώς τόσο οι μικρές βιοτεχνίες, όσο και οι λίγες εναπομένουσες ντόπιες βιομηχανίες, θα απειληθούν άμεσα με λουκέτο. Το κακό είναι ότι η χώρα, προς το παρόν τους χρειάζεται, αφού ο σινιόρ Μουγκάμπε έχει καταφέρει να τα σπάσει με όλους: Από Ηνωμένα Έθνη μέχρι Βρετανία, από ΗΠΑ μέχρι Νότιο Αφρική, από Μοζαμβίκη μέχρι Ζάμπια. Στις τελευταίες δύο μάλιστα άρχισαν να καταφεύγουν όλο και περισσότεροι μορφωμένοι Ζιμπαμπουμπιανοί, αφού εκεί βρίσκουν εύκολα δουλειές, που τους αποφέρουν αρκετά ώστε να συντηρούν τις οικογένειές τους, αλλά και να φυλάνε και κάτι σε περίπτωση που αρχίσουν πάλι γι’ αυτούς οι αναποδιές.
Όπως και νάχει, ας κλείσω εδώ, αφού τα σεντόνια είναι κουραστικά. Υποθέτω ότι έχουν πολλά ακόμη να δουν τα μάτια μου. Για τόπους κι ανθρώπους ελπίζω ν’ αρχίσω να σας γράφω από το επόμενο πόστι. Προς το παρόν οι αναρτήσεις θα είναι αραιές αφού δεν έχω ίντερνετ εδώ στο σπίτι. Από την ερχόμενη βδομάδα που θα αρχίσω τις περιπλανήσεις ίσως τα πράγματα να γίνουν καλύτερα...
Στη φωτογραφία: Ο κηπουρός. Ζει αυτός και η γυναίκα του εδώ με τους συγγενείς μου. Τα λεφτά που παίρνει δεν είναι πολλά, αλλά αρκετά για να τους συντηρήσουν, αλλά και για το ταξίδι κάθε σαββατοκύριακο στο χωριό τους. Δε βάζω φωτογραφία του προσώπου του γιατί με τον παράφρονα δικτατορίσκο ποτέ κανείς δεν ξέρει.
Σάββατο, Ιουλίου 01, 2006
Ώρα για τραγούδι
ανεβάζουμε σήμερα.
Ακούστε, λοιπόν, Bitsu by Zanga Zanga
Οι Ζάγκα Ζάγκα είναι αφροαμερικάνικη μπάντα με έδρα το Σιάτλ.
Η σημαία είναι της Ζιμπάμπουε φυσικά.
Το πουλί που βλέπετε παραπέμπει στα οκτώ ογκώδη αρχαία έργα
τέχνης αυτής της μορφής, φτιαγμένα από ασβεστόλιθο,
που ανακαλύφθηκαν
στα ερείπια της Μεγάλης Ζιμπάμπουε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)