Τετάρτη 26 Ιουλίου
Ξύπνησα από τις εξήμισι το πρωί, ο αδαής, μήπως και χάσω το λεωφορείο. Ψέματα λέω, ξύπνησα επειδή ήθελα να ξυπνήσω: για να ετοιμαστώ με την ησυχία μου, να πιω τον καφέ μου, να ψάξω λίγο τη βιβλιοθήκη του πανδοχείου.
Καθώς καθόμουνα, λοιπόν, και έπινα τον καφέ μου διαβάζοντας στο σαλόνι, νάσου και εισέρχεται μια γυναίκα, περίπου στην ηλικία μου. Κάπου χάρηκα, αφού την προηγούμενη νύχτα, που γνώρισα κάποιους από τους υπόλοιπους θαμώνες, ένιωσα παππούς.
Ιταλίδα η Φρανκέσκα, από το Μιλάνο, ήρθε μόνο για τρεις βδομάδες στην Αφρική, και ήταν με μεγάλη της λύπη που θα έφευγε, έλεγε, αφού ο χρόνος κύλησε χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει. «Ώρες-ώρες σκέφτομαι να τα παρατήσω όλα,» μου είπε, αλλά βιάστηκε να προσθέσει: «Φυσικά, όμως, δε θα το κάνω!»
Μετά από λίγο την αποχαιρέτησα και βγήκα έξω για να περιμένω το λεωφορείο. Εκεί συνάντησα μια αμερικανίδα, τη Μπρέντα από την Καλιφόρνια, η οποία δούλεψε για μερικές βδομάδες σαν εθελόντρια σε κάποιο βιολογικό πάρκο. Μιλήσαμε, όσο μας επέτρεπε ο χρόνος, για τις ζωές και τα σχέδιά μας και όταν της είπα ότι σκόπευα να επισκεφθώ το Ιράν προτού το βομβαρδίσει ο Μπους, χαμογέλασε με συγκατάβαση.
Γύρω στις οκτώ ήρθε και μας παράλαβε ένα αυτοκίνητο που θα μας έπαιρνε στο Γιοχάνεσμπουργκ, από όπου θα αναχωρούσε το λεωφορείο για τη Σουαζιλάνδη.
Όταν φτάσαμε εκεί με περίμενε μια μικρή έκπληξη: Στην αυλή του πανδοχείου, δίπλα από το αεροδρόμιο, από όπου θα ξεκινούσαμε υπήρχε ένα μικρό εικονοστάσι πάνω στο οποίο αναγραφόταν το ακόλουθο: «Αγία Τριάς»!
Κάποτε πήρα το λεωφορείο (η Μπρέντα θα πήγαινε στο Ντουρμπάνι – Durban – greeklish Zimbabwe) και κίνησα. Πιάσαμε την κουβέντα με ένα λευκό από τη Σουαζιλάνδη, που δεν έχανε την ευκαιρία να τα χώσει στο βασιλιά της χώρας του (Το τελευταίο του κατόρθωμα: Αγόρασε ιδιωτικό αεροπλάνο, η αξία του οποίου έφτανε το 38% του ακαθόριστου προϊόντος της χώρας).
Η διαδρομή μας πήγε στο Witbank, μετά στο Nelsruit κι από κει στα σύνορα της Νοτίου Αφρικής με τη Σουαζιλάνδη. Μεταξύ των δύο πρώτων βρίσκεται και η φάρμα του Τζ. Μ. Κούτσι, την οποία είδα καθώς περνούσαμε, αλλά δεν κατέβηκα να πω ένα γεια, επειδή αν μ’ έβλεπε μπορεί να πάθαινε τίποτα απ’ τη χαρά του.
Πάντως, το λέω ακόμη μία φορά, το πόσο οργανωμένη είναι αυτή η χώρα είναι κάτι το απίστευτο. Ταξίδεψα για ώρες και ώρες με το λεωφορείο και παντού είδα σημάδια ζωής και όχι αποσύνθεσης όπως στη Ζιμπάμπουε. Οι φάρμες καλοδιατηρημένες, τα κτήρια σε άψογη κατάσταση, μαύροι και λευκοί να μοιράζονται όλες τις δουλειές (και εννοώ ΟΛΕΣ).
Στη διάρκεια της διαδρομής, επίσης, το πήρα απόφαση ότι αυτή είναι η χώρα της ταμπέλας. Υπάρχουν ταμπέλες παντού, για το καθετί, τόσες πολλές που χάνει κανείς το λογαριασμό. Μια που θυμάμαι με έκπληξη έλεγε: «Για τα επόμενα 46 χιλιόμετρα θα κυλάει δίπλα σας ο ποταμός Ελάντ» (Δεν υπήρχε ανάλογο όνομα ποταμιού στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών»; Ρωτώ επειδή στη χώρα αυτή υπάρχουν και Oliphants!”)
Στα σύνορα φτάσαμε γύρω στις τέσσερις το απόγευμα. Κι ενώ την προηγούμενη μέρα χρειάστηκα μιάμιση σχεδόν ώρα μέχρι να περάσω από τη Ζιμπάμπουε στη Νότιο Αφρική, μόνο δέκα λεπτά και μια άρνηση (να αγοράσω θήκη για το διαβατήριο από τη δημόσια υπάλληλο που μου το σφράγιζε) μου πήρε για να μπω στη Σουαζιλάνδη.
Στις πεντέμισι βρέθηκα στη Μαμπαμπάνε (Mbabane), την πρωτεύουσα της μικρής αυτής χώρας και κατέλυσα σε μια... καλύβα (Chalet) που κοιμίζει έξη άτομα, αλλά την οποία νοίκιασα σαν προσωπικό δωμάτιο, στην τιμή ενός μόνο κρεβατιού.
Μισή ώρα μετά ήμουν ξανά στο δρόμο με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης, αφού κοντά στο Grifters (το πανδοχείο), δεν υπάρχουν εστιατόρια ή υπεραγορές ή οτιδήποτε. Η απόσταση δεν είναι και πολύ μακρινή, δύο μόλις χιλιόμετρα, έτσι δε μου πήρε και πολλή χρόνο να φτάσω εκεί. Κάθισα και έφαγα κοτόπουλο με κάρυ σ’ ένα κινέζικο, αγόρασα κάποια πράγματα από μια υπεραγορά και μπύρες από το «εκτός άδειας» και κίνησα και πάλι για το «σπίτι».
Το βράδυ το ξόδεψα πίνοντας μπύρες (υπέροχη, υπέροχη Castle Milk Stout, καλή Castle Lager, καλή Windhock) και βλέποντας ταινίες με τρεις αμερικανίδες (εθελόντριες σε προγράμματα για το έιτς και τον αναλφαβητισμό – είναι η ιδέα μου ή ο... εχθρός παράγει πολλούς εθελοντές; Πολύ περισσότερους απ’ ότι οι «φίλοι»...) και ένα ζευγάρι νοτιοαφρικανών.
Κυριακή, Ιουλίου 30, 2006
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Το ανταριασμένο μπλε του πελάγους και η αγριάδα της Κρητικής γης, έτσι, σαν σκέψη μακρινή, να σε συντροφεύουν στην περιπλάνησή σου...
Σου'χω γράψει κι άλλα σχόλια, ρίξε μια ματιά...
Άργησα λίγο να ανακαλύψω το καινούριο σου ευλογ -- ήταν δύσκολος ο Ιούλιος κι είχαμε και μεις πολλές ετοιμασίες.
Η Αφρική είναι τόπος που μόνο βαθιά και για πάντα μπορείς να τον αγαπήσεις.
Τέηκ κεερ, αδελφέ!
kapetanissa, s' euxaristw gia ta sxolia. oi poli arges sindeseis omws de me voithoun na apantisw se ola.
mirandolina, kalwsorises
Δημοσίευση σχολίου