Κυριακή, Ιουλίου 30, 2006

Στο Μαμπαμπάνε

Πέμπτη 27 Ιουλίου

Πολίχνη περισσότερο θυμίζει το Μαμπαμπάνε. Μισή μέρα χρειάζεται κανείς για να το γυρίσει με τα πόδια, κι εγώ το έχω ήδη κάνει. Πέρασα από αγορές και πάρκα, ανέβηκα σε ανηφόρες και ξανακατέβηκα, περπάτησα σε γειτονιές που έμοιαζαν παραδομένες σε μια μόνιμη σιέστα. Αλλά, το Μαμπαμπάνε, δεν είναι χωριό. Οι ογδόντα χιλιάδες μόνιμοι κάτοικοί του είναι αρκετοί ώστε να ανθίσουν εδώ κάθε είδους επιχειρήσεις. Η τουριστική της βιομηχανία δε μοιάζει ανεπτυγμένη, αλλά αυτό δεν είναι και τόσο κακό. Ίσως για κάποια control freaks η κατάσταση να μοιάζει τριτοκοσμική, αλλά για τον ανεξάρτητο ταξιδιώτη, τα πράγματα δε θα μπορούσαν να είναι καλύτερα, αφού υπό τις παρούσες συνθήκες του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει τη χώρα όσο καλύτερα μπορεί όποτε και με όποιο ρυθμό θέλει.
Υπερβολικά ήσυχη χώρα φαντάζει στα μάτια μου η Σουαζιλάνδη. Καμία σχέση με τη Νότιο Αφρική (όσο είδα απ’ αυτή – δηλαδή σχεδόν τίποτα), αλλά κάπου μοιάζει με τη Ζιμπάμπουε. Είναι αυτή η νωχέλεια που διακρίνει κανείς παντού, είναι το ότι δε σε ενοχλεί σχεδόν κανείς στο δρόμο, είναι αυτή η αίσθηση που μεταδίδει στον επισκέπτη ότι βρίσκεται κάπου αλλού, σ’ ένα παράλληλο κόσμο, όπου δεν οφείλει να ακολουθεί τους ρυθμούς της ζωής, αλλά εκείνη να ακολουθεί τους δικούς του. Κανείς δε βιάζεται, κανείς δεν αγχώνεται, όλοι δείχνουν πρόθυμοι να βοηθήσουν κάποιο που έχει χάσει το δρόμο του.
Να, ακόμη και στο πανδοχείο όταν ζητώ πληροφορίες για να πάω εδώ κι εκεί, ποτέ δεν προσπαθούν να μου πουλήσουν κάποια εκδρομή ή να τηλεφωνήσουν σε ταξί, από το οποίο πολύ πιθανόν να έπαιρναν προμήθεια. Απλά απαντούν στις ερωτήσεις μου και προσπαθούν να βοηθήσουν με κάθε τρόπο. Και είναι υπερβολικά ευγενικοί. Όταν ξυπνάς το πρωί και πηγαίνεις στην κουζίνα και βλέπεις εκεί τον ιδιοκτήτη (ένα λευκό που παντρεύτηκε κολοράτη – έγχρωμη, σε greeklish Zimbabwe) και του λες: “Good morning! How are you?” Και σου απαντάει: “Good morning. Splendid! And you?” δεν μπορεί, η μέρα σου θα πάει καλά (αυτό μου θυμίζει αθάνατη ελληνική... φιλοξενία. Χειμώνας του 2003 στη Σύρο. Εγώ: Καλημέρα! Δωματϊάς: Που την είδες;).