Σάββατο, Ιουλίου 29, 2006

Καλημέρα Νότια Αφρική

Τρίτη 25 Ιουλίου

Στις οκτώ το βράδυ της Δευτέρας έφυγα από τη Χαράρε με προορισμό την Πρετόρια, ένα ταξίδι δεν ξέρω πόσων χιλιομέτρων, αλλά τουλάχιστον δεκάξι ωρών.
Στο λεωφορείο ήμουνα ο μόνος λευκός, και ευτυχώς γι’ αυτό, επειδή αν υπήρχε κι άλλος πολύ πιθανόν να προσπαθούσε να μου μιλήσει κι εγώ βαριέμαι. Όπως και νάχει, κάθισα με μια λίγο χοντρούλα ζιμπαμπουανή, πολύ-πολύ ευγενική, η οποία κάθε λίγο με κερνούσε πατατάκια, αλλά δεν έπαιρνα πάντα.
Η διαδρομή μακρινή, οι ώρες ατέλειωτες, αλλά κάπου ένιωθα πολύ καλά. Την ίδια ώρα, ωστόσο, κάπου έμπαινε μέσα μου «ο δαίμονας». Ήμουν κουρασμένος, νυσταγμένος και ανυπόμονος. Που και που γλιστρούσε στο μυαλό μου η ιδέα να τα παρατήσω όλα και να πάω... σπίτι μου, αλλά σύντομα συνερχόμουν.
Τέλος πάντων, κάποτε περάσαμε από το Μασβίγκο, κάποτε φτάσαμε στο Μπέιτμπριτζ, κάποτε περάσαμε τον έλεγχο διαβατηρίων και λίγο πριν την αυγή πατήσαμε Νότιο Αφρική. Άλλες επτά ώρες θα κρατούσε η διαδρομή και όσο ξημέρωνε τόσο περισσότερο αντιλαμβανόμουν τις διαφορές της Ζιμπάμπουε με τη Νότιο Αφρική. Για να το θέσω με απλά λόγια: η δεύτερη είναι μια ευρωπαϊκή χώρα, που απλά έχει περισσότερους μαύρους παρά λευκούς κάτοικους. Και όταν λέω ευρωπαϊκή δεν εννοώ την Ελλάδα, αλλά μια πολύ πιο εξελιγμένη εκδοχή της. Πλατιοί αυτοκινητόδρομοι, πινακίδες με οδηγίες για τις κατευθύνσεις παντού, οι αγροτικές καλλιέργειες στο φόρτε τους, όλα πολύ, μα πολύ, οργανωμένα. Και αντίθετα με τη Ζιμπάμπουε δεν είδα ούτε ένα άτομο να περπατά στους δρόμους, που αν μη τι άλλο δείχνει πόσο καλύτερη είναι η κατάσταση εδώ (κι ας η ανεργία ανέρχεται στο 20%).
Κάποτε φτάσαμε στην Πρετόρια, τη διοικητική πρωτεύουσα της χώρας. Έψαξα αμέσως μήπως και βρω κάποιο λεωφορείο για Σουαζιλάνδη, αλλά που τέτοια τύχη! (Ρώτησα και κάποιο λευκό μπάτσο, ο οποίος δεν μπορούσε να με βοηθήσει, αλλά με προειδοποίησε να προσέχω από τους κλέφτες!) Τι να κάνω, λοιπόν, κίνησα για ένα πανδοχείο. Ο ταξιτζής μου έλεγε τον πόνο του: «Από τον καιρό που έκαναν όλους τους δρόμους μονής κατεύθυνσης, δεν είναι εύκολο να ξεφύγουμε από την αστυνομία όταν μας κυνηγάει...»
Το Sharalumi είναι ένα συνηθισμένο πανδοχείο, με δωμάτια που δεν περιέχουν τίποτα περισσότερο από κάποια κρεβάτια, αλλά είναι σε πολύ κατάσταση – ειδικά αν συγκριθεί με τα αντίστοιχα καταλύματα της Ευρώπης.
Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις έκλεισα το δωμάτιο ήταν να ρωτήσω και πάλι αν υπάρχει λεωφορείο για Σουαζιλάνδη. Ο υπεύθυνος μου είπε ότι υπήρχε ένα αύριο και ένα το Σάββατο. Του είπα ότι δεν είχα καμία διάθεση να μείνω στην Πρετόρια μέχρι τότε, αλλά με έπεισε να το σκεφτώ, αφού όσο ήμουν εκεί θα μπορούσα να συμμετέχω σε κάποια από τις οργανωμένες εξορμήσεις προς το Σοβέτο και το Πάρκο Κρούγκερ. Εξάλλου, τόνισε: «Η Πρετόρια είναι πολύ όμορφη πόλη και πρέπει να τη γνωρίσεις...» «Τρεις ώρες αρκούν,» σκέφτηκα, αλλά δεν του το είπα. Και όντως, λίγη ώρα μετά κίνησα με τα πόδια για να την εξερευνήσω.
Κατέβηκα στο κέντρο με τα πόδια, μια απόσταση πέντε χιλιομέτρων. Και όντως, πολύ όμορφη πόλη η Πρετόρια: με τα παλιά της κτήρια και τα πάρκα της, με τις όμορφες πλατείες. Κι ο αδαής, δεν είχα μαζί μου τη φωτογραφική μηχανή – ποτέ δεν την έχω όταν τριγυρνώ για πρώτη φορά σε μια πόλη – και έτσι έχασα την ευκαιρία να σας μεταφέρω κάποιες εικόνες. Κάποιες εικόνες που ίσως δε θα δείτε ποτέ σ’ αυτό το μπλογκ, καθώς την ώρα που περπατούσα είχα πάρει την οριστική απόφαση να φύγω την επόμενη κιόλας μέρα από την πόλη.
Στο πανδοχείο επέστρεψα πραγματικά εξουθενωμένος μετά από μια... βόλτα δεκαοκτώ χιλιομέτρων και τριανταέξι ώρες αγρύπνιας. Στη Νότιο Αφρική είπα: Καληνύχτα!

1 σχόλιο:

Καπετάνισσα είπε...

Υπέροχες εμπειρίες.
Μοναδικές.
Συναρπαστικές!
Τόσο τυχερός που τις ζεις...

Κι είμαι ταξιδιάρα ψυχή που να πάρει...

Αλλά που θα μου πάει, θα περπατήσω εκεί που πατάς, είμαι βέβαιη...