5 Ιουλίου 2006
Τρεις ημέρες πέρασαν από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Αφρική και πιο συγκεκριμένα στη Χαράρε της Ζιμπάμπουε. Τι κατάλαβα; Απολύτως τίποτα! Ή ίσως κάτι! Τι έκανα; Απολύτως τίποτα. Ίσως, εδώ δε χωράει.
Αλήθεια είναι. Για τρεις μέρες λίγο πολύ κοιμόμουνα. Ίσως να φταίνε οι συσσωρευμένες αϋπνίες των τελευταίων μηνών, ίσως το μακρινό ταξίδι, ίσως η αλλαγή κλίματος. Εδώ, στη διάρκεια της ημέρας η θερμοκρασία κυμαίνεται από 16 έως 20 βαθμούς, ενώ τα βράδια από τρεις έως πέντε. Ωστόσο την ημέρα νιώθει κανείς λίγο ζέστη και το βράδυ λίγο κρύο. Αεροκαταστάσεις και θερμάνσεις δε χρειάζονται. Οι ουρανοί όλη μέρα γαλανοί, αλλά η μέρα μικρή, σα μια ανάσα, αφού μόλις πριν δυο βδομάδες πέρασε το μεσοχείμωνο.
Μένω σ’ ένα προάστιο της Χαράρε, όπου ζουν λίγο πολύ μόνο τρομοκρατημένοι λευκοί. Το σπίτι της θείας, που μέχρι τώρα δεν είχα δει ποτέ ξανά στη ζωή μου, είναι όπως το περίμενα, αλλά πιο φτωχικό. Αρκετή γη, ένα συνηθισμένο σπίτι, σιδερόφρακτες πόρτες και παράθυρα, ένα ψηλό τείχος, ηλεκτροφόρος φράκτης.
Από τη στιγμή που έφτασα εδώ δεν ακούω παρά ιστορίες για αγρίους, τόσο από τη θεία, όσο και από τη νονά (τελευταία συνάντησή μας το 1982), αλλά κι από τον ξάδελφο. Η κατάσταση στη χωρά είναι πολύ χειρότερη απ’ ό,τι περίμενα. Ο πληθωρισμός να τρέχει με χίλια (με 2000 κατ’ ακρίβειαν!), η φτώχεια μέρα με τη μέρα να γίνεται όλο και πιο αισθητή, οι προμήθειες στα μαγαζιά να εξαντλούνται, η εγκληματικότητα να παίρνει την άνω βόλτα και το καθεστώς να γίνεται όλο και πιο σκληρό.
Θα μου πείτε: Μα μαθαίνεις μόνο τη μία πλευρά των πραγμάτων! Θα απαντήσω: Όχι ακριβώς. Γιατί αν και λευκοί, αν και κλεισμένοι στο μικρόκοσμό τους, οι άνθρωποι δεν κατηγορούνε ποτέ το λαό, αλλά μόνο τους κυβερνώντες. Γιατί ο λαός, υποφέρει κι αυτός! Περισσότερο απ’ ό,τι υπέφερε τον καιρό της βρετανικής κατοχής, επειδή τότε είχε τουλάχιστον να φάει.
Έτσι, ενώ ο Μουγκάμπε περνάει ζωή και κότα, και στοιβάζει χρήμα σε τράπεζες του εξωτερικού (Το 2008 λέει θα αφυπηρετήσει. Να μην έχει κάτι κι αυτός να ζήσει;), παιδιά πεθαίνουν από την πείνα στα πάρκα, η αγροτική παραγωγή έχει αγγίξει το απόλυτο μηδέν (αφού έδιωξε τους γαιοκτήμονες και τους αγρότες για να δώσει τη γη στους παραστρατιωτικούς που δεν είχαν ιδέα πως να την εκμεταλλευτούν), η ζωή γίνεται όλο και πιο στρατοκρατούμενη, και οι φυλακές γεμίζουν με αντιφρονούντες. Α, και το χρήμα, αξίζει λιγότερο από το τίποτα!. Ένα αμερικάνικο δολάριο ισούται με 110,000 δολάρια Ζιμπάμπουε στην κανονική αγορά. Στη μαύρη ωστόσο αγγίζει τις 400 χιλιάδες και όλο πάει πάρα κάτω. Να σκεφτείτε, ένα μικρό ταξιδιωτικό οδηγό τον αγόρασα για πέντε εκατομμύρια δολάρια! (Από το εμπορικό κέντρο του Μπόροντεϊλ, το μόνο μέρος που επισκέφθηκα μέχρι τώρα)
Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμιά σωτηρία; Μάλλον όχι. Ειδικά όταν σκεφτεί κανείς ότι οι πιο ευτυχισμένοι, ή, μάλλον οι λιγότερο δυστυχισμένοι αυτόχθονες κάτοικοι της χώρας είναι αυτοί που δουλεύουν με τους λευκούς, επειδή αν μη τι άλλο βγάζουν τα προς το ζην. Σε ό,τι αφορά εκείνους που ζουν στις παραγκουπόλεις των προαστίων, αλλά δουλεύουν στις πόλεις η κατάσταση είναι μάλλον τραγική, αφού οι μισθοί τους είναι τόσο χαμηλοί που δεν μπορούν να χρησιμοποιούν το λεωφορείο για να πηγαίνουν στις δουλειές τους, και γι’ αυτό το λόγο αναγκάζονται να περπατούν μέχρι και πέντε ώρες καθημερινά.
Γιατί δεν εξεγείρονται θα μου πείτε; Μα, επειδή ο στρατός κρατά σφικτά τα λουριά. Οι στρατιώτες και οι αστυνομικοί είναι οι μόνοι που πληρώνονται καλά απ’ την κυβέρνηση γι’ αυτό ακριβώς το λόγο. Αλλά, επειδή δεν υπάρχουν χρήματα στα κρατικά ταμεία, το κυβερνητικό τυπογραφείο στα τέλη κάθε μήνα δουλεύει υπερωρίες για να καλύψει τα σπασμένα. Και η ζωή συνεχίζεται, αν μπορεί να το ονομάσει κανείς αυτό ζωή.
Πάντως το πιο κουφό το άκουσα χθες το βράδυ στις ειδήσεις: Ένα αεροπλάνο πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση στους Καταρράκτες της Βικτορίας, λόγω προβλημάτων στον κινητήρα. Το αεροπλάνο, ολοκαίνουριο στην κατασκευή του, είχε παραχωρηθεί ΔΩΡΕΑΝ στην αεροπορία της χώρας, στα πλαίσια μιας συμφωνίας με την Κίνα όπου: «Πληρώνετε δύο και παίρνετε τρία,» όπως και στο Βερόπουλο!
Μιλώντας για την Κίνα να αναφέρω ότι μαύροι και λευκοί φοβούνται ότι η εισβολή της στην αγορά θα φέρει τα χειρότερα, καθώς τόσο οι μικρές βιοτεχνίες, όσο και οι λίγες εναπομένουσες ντόπιες βιομηχανίες, θα απειληθούν άμεσα με λουκέτο. Το κακό είναι ότι η χώρα, προς το παρόν τους χρειάζεται, αφού ο σινιόρ Μουγκάμπε έχει καταφέρει να τα σπάσει με όλους: Από Ηνωμένα Έθνη μέχρι Βρετανία, από ΗΠΑ μέχρι Νότιο Αφρική, από Μοζαμβίκη μέχρι Ζάμπια. Στις τελευταίες δύο μάλιστα άρχισαν να καταφεύγουν όλο και περισσότεροι μορφωμένοι Ζιμπαμπουμπιανοί, αφού εκεί βρίσκουν εύκολα δουλειές, που τους αποφέρουν αρκετά ώστε να συντηρούν τις οικογένειές τους, αλλά και να φυλάνε και κάτι σε περίπτωση που αρχίσουν πάλι γι’ αυτούς οι αναποδιές.
Όπως και νάχει, ας κλείσω εδώ, αφού τα σεντόνια είναι κουραστικά. Υποθέτω ότι έχουν πολλά ακόμη να δουν τα μάτια μου. Για τόπους κι ανθρώπους ελπίζω ν’ αρχίσω να σας γράφω από το επόμενο πόστι. Προς το παρόν οι αναρτήσεις θα είναι αραιές αφού δεν έχω ίντερνετ εδώ στο σπίτι. Από την ερχόμενη βδομάδα που θα αρχίσω τις περιπλανήσεις ίσως τα πράγματα να γίνουν καλύτερα...
Στη φωτογραφία: Ο κηπουρός. Ζει αυτός και η γυναίκα του εδώ με τους συγγενείς μου. Τα λεφτά που παίρνει δεν είναι πολλά, αλλά αρκετά για να τους συντηρήσουν, αλλά και για το ταξίδι κάθε σαββατοκύριακο στο χωριό τους. Δε βάζω φωτογραφία του προσώπου του γιατί με τον παράφρονα δικτατορίσκο ποτέ κανείς δεν ξέρει.
Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Γράφε σεντόνια ! Είναι τόσο ενδιαφέροντα όσα έχεις να πεις .
Δημοσίευση σχολίου