Πέμπτη, Ιουλίου 20, 2006

Στα ερείπια της Μεγάλης Ζιμπάμπουε

19 Ιουλίου

Στις πεντέμισι ξυπνήσαμε χθες το πρωί, με τον ξάδελφο, για να πάμε στη Μεγάλη Ζιμπάμπουε. Στις έξι ήμασταν πανέτοιμοι. Στις εφτάμισι ήρθε να μας πάρει ο Χριστόφορος, ο οποίος είχε επιβάλει το πρωινό ξύπνημα. Σαν ευγενείς (και για να πούμε την αλήθεια συμφεροντολόγοι) άνθρωποι που είμαστε, δεν τον βρίσαμε. Τον υποδεχτήκαμε, μάλιστα, με χαμόγελα που ούτε ήταν, αλλά ούτε και έμοιαζαν υποκριτικά.
Όπως και νάχει, κάλλιο αργά παρά ποτέ, κινήσαμε μες στην τρελή χαρά για το μακρινό ταξίδι. Η διαδρομή κάπως μονότονη, αφού εδώ έχουμε χειμώνα και τα χωράφια είναι ξερά, η γη άνυδρη. Στις κοίτες των ποταμών που περάσαμε είδαμε μόνο στάσιμα νερά.Τι άλλο είδαμε; Εκατοντάδες ανθρώπους να περπατάνε, εργαστήρια παραδοσιακής τέχνης, Bottle Stores, ετοιμόρροπα λεωφορεία, παραδοσιακά σπίτια που μοιάζουν με καλύβες και πολλές, μα πολλές μαϊμούδες.
Οι πολίχνες, απ’ τις οποίες περάσαμε, αδιάφορες μικρές αντιγραφές της Χαράρε, χωρίς τους ουρανοξύστες. Το ίδιο και το Μασβίγκο, που είναι πόλη σημαντική για δύο και μόνο λόγους: Ο πρώτος, βρίσκεται πολύ κοντά στα ερείπια της Μεγάλης Ζιμπάμπουε, κι ο δεύτερος, από εκεί περνάει ο αυτοκινητόδρομος που οδηγεί στη Νότιο Αφρική.
Με μια δόση τύχης – αφού οι περισσότερες πινακίδες που δείχνουν την κατεύθυνση έχουν κλαπεί – φτάσαμε στον προορισμό μας λίγο μετά τις έντεκα. Ευτυχώς οι υπάλληλοι εκεί δεν αντιλήφθησαν ότι δεν ήμουν ντόπιος λευκός, και έτσι δε χρειάστηκε να πληρώσω είκοσι δολάρια εισιτήριο. Αντίθετα μπήκε στα έξοδα (ένα περίπου δολάριο) ο ξάδελφος.
Εισήλθαμε, λοιπόν, στο χώρο και ανηφορίσαμε από το Αρχαίο Μονοπάτι, για το μεγάλο οικοδόμημα στο λόφο, όπου κατοικούσαν οι ηγεμόνες της περιοχής, ανά τους αιώνες (ένας εκ των οποίων είχε τρεις χιλιάδες γυναίκες!).
Τριγυρίσαμε εκεί για καμιά ώρα, είδαμε, θαυμάσαμε, φωτογραφήσαμε και απορήσαμε. Στη διάρκεια της περιπλάνησης στο λόφο οι μόνοι άλλοι επισκέπτες που αντικρίσαμε ήταν τρεις ντόπιοι (ένας ράσταμαν και δύο παιδιά - φωτογραφία). Και μιλάμε για το πιο σημαντικό μνημείο της υποσαχάριας Αφρικής.Ένα «περίκλειστο οικοδόμημα» (Great Enclosure) θα επισκεπτόμασταν στη συνέχεια, μετά από ένα διάλειμμα για νερό (η μεγάλη κλοπή) και αγορά καπέλου από το μαγαζάκι «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω», που βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου, του οποίου ο ιδιοκτήτης παραπονιόταν ότι οι τουρίστες τώρα πια φτάνουν στο χώρο με το... σταγονόμετρο. Εκεί είπαν να μας τιμήσουν με την παρουσία τους και κάποιες... πεινασμένες μαϊμούδες (δε βάζω φωτογραφίες, αφού οι συνδέσεις εδώ είναι αργές και θα... φάω τα νιάτα μου), αλλά στάθηκαν άτυχες πολύ, αφού οι σχέσεις του ξάδελφου με το φαγητό κάθε άλλο παρά πλατωνικές είναι.
Στο «Περίκλειστο» δε μείναμε πολύ, αφού δεν υπάρχουν και πολλά για να δει κανείς. Ωστόσο, αναφέρω ότι πρόκειται για ένα απόλυτα στρογγυλό πέτρινο οικοδόμημα, ύψους (οκτώ έως δέκα, υπολογίζω, μέτρων), του οποίου σε πολλά μέρη οι τοίχοι έχουν πλάτος μέχρι και ενάμισι μέτρο. Πραγματικά εντυπωσιακό.Στη συνέχεια εισήλθαμε σε μια οικοδομή που θύμιζε καλύβι – ή καλύτερα παραδοσιακό σπίτι της περιοχής – όπου είδαμε μικρογραφίες του «Περίκλειστου» και του παλατιού, καθώς και κάποιες φωτογραφίες που είχαν να κάνουν με την ιστορία του χώρου. Πριν να φύγουμε περάσαμε και από το Μουσείο της Μεγάλης Ζιμπάμπουε, όπου φιλοξενούνται κάποια από τα ευρήματα στην περιοχή, αναπαραστάσεις των περίφημων πουλιών από ασβεστόλιθο που βρέθηκαν εκεί, καθώς και ένα χρονολόγιο που αναφέρεται τόσο στην ιστορία όσο και τους ηγεμόνες του οικισμού.
Εγκαταλείποντας τον ιστορικό χώρο κινήσαμε πολύ βιαστικά για τη λίμνη Mutirikwi, λίγα χιλιόμετρα πιο κει, που είναι τεράστια και όμορφη πολύ, και η οποία λένε ότι έχει ένα μεγάλο πληθυσμό από κροκόδειλους και ιπποπόταμους (τους οποίους όμως δεν είδαμε, λόγω... έλλειψης χρόνου. Φωτογραφίες της λίμνης προσεχώς). Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής παιδάκια φώναζαν hello και μας χαιρετούσαν με το χέρι.
Κουρασμένοι και πεινασμένοι αράξαμε λίγη ώρα μετά στο εστιατόριο του Inn on the Great Zimbabwe και παραγγείλαμε ψάρι. Μιλώντας με το γκαρσόνι μάθαμε ότι το ξενοδοχείο είναι σχεδόν ολόχρονα άδειο, και αν δεν ήταν και τα γκρουπ ξένων που τους στέλνουν τα διάφορα υπουργεία, θα είχε κλείσει μέχρι τώρα.
Φάγαμε, λοιπόν, ήπιαμε τις Zambezi μας και κινήσαμε για το μακρινό ταξίδι της επιστροφής, νιώθοντας πολύ-πολύ κουρασμένοι. Κάπου στο μέσο της διαδρομής ο ήλιος άρχισε να δύει και άρχισα να βγάζω φωτογραφίες κατά ριπές, ενώ το αυτοκίνητο κινούταν με ταχύτητες 120-140 χιλιομέτρων την ώρα. (Κάποιες απ’ αυτές θ’ ανεβάσω στο μέλλον). Δυστυχώς δεν μπόρεσα να φωτογραφήσω το απόλυτο ηλιοβασίλεμα, λόγω της βλάστησης, αλλά και κάποιων άλλων φυσικών εμποδίων, αλλά μπορώ να σας πω ότι ήταν ένα από τα ομορφότερα που αντίκρισα στη ζωή μου: Ένας κατακόκκινος ήλιος ν’ αλλάζει σχήματα (ακόμη και τρίγωνος έγινε!) κατά τα κέφια των σύννεφων (τα πιο τρελά σύννεφα που είδα στη ζωή μου...), να ρίχνει χρώματα της φωτιάς στα χωράφια, να δυναμιτίζει με τη μεγαλοπρέπειά του το σύμπαν, προτού αποφασίσει να αφήσει στο σκοτάδι την αφρικάνικη γη. Μοναδικό θέαμα.
Φτάνοντας κουραστικά αργά στη Χαράρε – περνώντας από το... Μπρονξ της πόλης, τη συνοικία Μπάρε (Mbare) – πήγαμε για δείπνο στο εστιατόριο DV8, στο Groombridge, του οποίου ο πρώτος ιδιοκτήτης όπως έμαθα, ήταν έλληνας (γι’ αυτό και είχε ούζο, κατασκευής Νοτίου Αφρικής στον κατάλογο).*
Ακριβούτσικο για τα μέτρα της χώρας το μέρος αυτό, που ειδικεύεται στην ευρωπαϊκή κουζίνα, γι’ αυτό και η συντριπτική πλειοψηφία των πελατών είναι λευκοί. Το φαγητό πάντως νοστιμότατο και οι μερίδες τεράστιες. Εκεί γνώρισα και κάποιους έλληνες, που δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτούς της Ελλάδας (όχι όλους βέβαια). Σε τι ήταν διαφορετικοί: Να, είχαν την ευγένεια που πάει σχεδόν να εκλείψει από τη μαμά-πατρίδα, δεν ήταν φωνακλάδες, πάντα με το χαμόγελο. Όταν τους ρώτησα αν σκοπεύουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν εδώ, μου απάντησαν σχεδόν ταυτόχρονα στα αγγλικά: “Not in a million years!”
Κατά τις δέκα φύγαμε από κει και κινήσαμε, εξαντλημένοι πια, για το σπίτι. Το τέλος της μέρας βρήκε τον ξάδελφο να κοιμάται μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης, κι εμένα να διαβάζω, A Falcon Flies** του Wilbur Smith.

*Είναι απίστευτο πόσοι έλληνες και κύπριοι επιχειρηματίες υπάρχουν εδώ. Μερικές από τις μεγαλύτερες υπεραγορές ανήκουν σ’ αυτούς (Athienitis, Farmer’s Market, η αγορά στο Montagu Centre και... και... και...). Καλά τα πάει επίσης η Ελληνική Σχολή της πόλης, στην οποία φοιτούν εκτός από τους ομογενείς και μαύροι, αλλά και ευρωπαϊκής καταγωγής μαθητές. Σταθερά ψηλή θέση στις προτιμήσεις των αλλοδαπών κατοίκων, φαίνεται να καταλαμβάνει και η ταβέρνα Αθηνά.

**Στο βιβλίο αυτό ο Σμιθ αναφέρεται και στην αφαίρεση ενός πουλιού από ασβεστόλιθο από τα ερείπια της Μεγάλης Ζιμπάμπουε, την οποία αποδίδει στο μυθιστορηματικό του ήρωα, Ζούγκα Μπάλανταϊν, άλτερ έγκο του κυνηγού J.T. Bent (αν δε με απατά η μνήμη μου)