Το βιβλίο αυτό το περιφέρω από δω κι από κει εδώ και τέσσερα χρόνια. Επιβίωσε δύο μετακομίσεων και τεσσάρων ταξιδιών στην Ταϊλάνδη. Μέχρι που τελικά ήρθε η ώρα να το διαβάσω. Και το καταβρόχθισα. Οι 540 σελίδες της συγκεκριμένης έκδοσης ήταν κάτι σα μια βόλτα στο πάρκο, κύλησαν αβίαστα μέσα από τα χέρια μου, αφήνοντας όμως πίσω τα σημάδια τους.
Η συγγραφέας του απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και το βραβείο Orange στη Βρετανία και δίκαια. Αυτό το μυθιστόρημα είναι φτιαγμένο με τα υλικά των μεγάλων μαστόρων: δράμα, δράση, αγωνία, μεγάλοι έρωτες και πικρές απογοητεύσεις, όνειρα και ματαιώσεις και… πόλεμο. Ένα πόλεμο που χαρακτηρίστηκε εμφύλιος, αλλά που στην ουσία ήταν μια γενοκτονία. Η Νιγηρία με τις πλάτες της δύσης, που ουσιαστικά τη δημιούργησε, έπνιξε στο αίμα την ειρηνική εξέγερση ενός λαού και γκρέμισε στο βάραθρο τα όνειρα για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους, της Μπιάφρα.
Η Άντιτσι οφείλει πολλά σε άλλους συγγραφείς και ευτυχώς δεν το κρύβει. Διαβάζοντας το βιβλίο σκεφτόμουνα τον Τσίνουα Ατσέμπε, αλλά ο κατάλογος των τίτλων που υπάρχει στο τέλος είναι μακρύς κι αξίζει πιστεύω τον κόπο κάποια μέρα να ασχοληθώ μ’ αυτόν μια και η Αφρική είναι περιοχή ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για μένα. Ιδιαίτερα η μετααποικιακή Αφρική, αυτή που δεν μπορεί να ορθοποδήσει αφού κουβαλά ακόμη στις πλάτες της τα κακά που άφησαν πίσω τους φεύγοντας οι ευρωπαίοι κατακτητές.
Παρά το ότι τα γεγονότα περιγράφονται μέσα από τη ματιά των κατοίκων της Μπιάφρα, η συγγραφέας δε χαρίζεται σε κανένα. Τους επικρίνει το ίδιο με τους ξένους και τους νιγηριανούς. Μιλάει για τα εγκλήματα τους, για τις μετά βίας επιστρατεύσεις, για τον αλκοολισμό, για τα αγοράκια που από τη μια μέρα στην άλλη έγιναν άντρες κι άρχισαν να βιάζουν τις γυναίκες. Οι περιγραφές ωμές, ρεαλιστικές όσο πάει, μοιάζουν να μας λένε ότι όταν μιλάμε για την Αφρική και ειδικά για τη συγκεκριμένη περιοχή οι ωραιοποιήσεις δε χωράνε.
Οι ήρωές της είναι γενναίοι και δειλοί την ίδια ώρα. Ανθρώπινοι και απάνθρωποι. Πραγματικοί επαναστάτες και τυχάρπαστοι. Ο καθένας απ’ αυτούς είναι ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο. Ο Μάστερ, το αφεντικό του Ουγκούου, είναι ένας φανατικός εθνικιστής που πιστεύει απόλυτα στο ιδανικό μιας νέας πατρίδας, αλλά όταν έρχονται τα δύσκολα κρύβεται πίσω από το αλκοόλ. Ο Ρίτσαρντ, βρετανός που πήγε στη Νιγηρία για να κάνει μια έρευνα και να γράψει ένα βιβλίο, ερωτεύεται τους Ίγκμπο και τη γλώσσα τους, αλλά είναι ανίκανος να επιτύχει τους στόχους του και γι’ αυτό το πάει από αναβολή σε αναβολή. Οι γονείς της Ολάνα και της Καϊνένε, μόλις αντιλαμβάνονται που πάει το πράμα εγκαταλείπουν τη χώρα και πηγαίνουν στο Λονδίνο όπου ζουν στην πολυτέλεια, αφήνοντας πίσω την οικογένειά τους. Η Ολάνα, σύντροφος αρχικά και στη συνέχεια σύζυγος του Μάστερ, ή αν προτιμάτε του Οντενίγκμπο, από ένα ανέμελο κορίτσι μεταμορφώνεται σε μια γυναίκα κινητήρια δύναμη, σε μια Μάμα Άφρικα, που κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να βοηθήσει τους άτυχους συμπατριώτες της. Η αδελφή της, πραγματική κόρη του μπαμπά της, μια αδίστακτη επιχειρηματίας και μεγάλη είρωνας, νιώθει την καρδιά της να μαλακώνει από την παρουσία του Ρίτσαρντ, και σιγά σιγά αρχίζει να αναγνωρίζει στην Ολάνα τα δίκια της και να προσπαθεί κι αυτή με τον τρόπο της να κάνει το καλό. Τέλος, ο Ουγκούου, ο μεγάλος τραγικός. Κάποιος που εγκατέλειψε από παιδί το χωριό του για να δουλέψει σαν υπηρέτης, που είναι ερωτευμένος αρχικά με την αδελφή του και με μια συγχωριανή, κι ανακαλύπτει ένα θαυμαστό κόσμο στο σπίτι του Μάστερ, με τις μεγάλες βιβλιοθήκες και τις ατέλειωτες συζητήσεις ανάμεσα στον τελευταίο και τους φίλους του. Που ακολουθεί την οικογένεια ξανά και ξανά στις περιπλανήσεις του. Που μορφώνεται. Που κάποτε ερωτεύεται για τα καλά, αλλά χάνει τα πάντα όταν επιστρατεύεται με τη βία. Που φτάνει στο σημείο να κάνει τα χειρότερα, απλά και μόνο από περηφάνια. Και που κάποτε αρχίζει να γράφει ένα βιβλίο, εκείνο που δεν κατάφερε ποτέ να γράψει ο Ρίτσαρντ, με τίτλο: «Ο κόσμος ήταν σιωπηλός όταν πεθάναμε».
Η συγγραφέας έχει φτιάξει ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό χαρακτήρων μέσα από το οποίο μας μιλά για το δράμα ενός λαού, για την υποκρισία των μεγάλων δυνάμεων, για τα μικρά καθημερινά δράματα, για τη δύναμη της αγάπης και την αδυναμία του σώματος. Η πρόζα της είναι καθηλωτική, η γλώσσα σκληρή και άμεση, αλλά παραδόξως ευχάριστη. Μας αρπάζει από το λαιμό και δε μας αφήνει να πάρουμε ανάσα από την αρχή μέχρι το τέλος. Ένα βιβλίο απλά εξαιρετικό.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου